Blogger Widgets

Τετάρτη 20 Απριλίου 2016

Τάσος Λειβαδίτης


Ο Τάσος Λειβαδίτης ήταν σημαντικός Έλληνας ποιητής με πολιτική δράση στον χώρο της αριστεράς. Γεννήθηκε στις 20 Απριλίου του 1922, το βράδυ της Ανάστασης, και είχε 4 μεγαλύτερα αδέρφια. Το 1940 γράφτηκε στην νομική Αθηνών αλλά δεν ολοκλήρωσε ποτέ τις σπουδές του καθώς τον είχε ήδη κερδίσει η ποίηση αλλά και η πολιτική. Οργανώθηκε στην ΕΠΟΝ με την οποία είχε ενεργό δράση κατά την περίοδο της κατοχής. Το 1946 παντρεύτηκε την Μαρία Στούπα, και κάνει την πρώτη του λογοτεχνική εμφάνιση στο περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα». Δύο χρόνια μετά, το 1948, συλλαμβάνεται ως μέλος αριστερής πολιτικής οργάνωσης και εξορίζεται στη Μακρόνησο και τον Άγιο Ευστράτιο μέχρι το 1951. Επιστρέφοντας στην Αθήνα δημοσιεύει δύο ποιητικές συλλογές και πρωτοστατεί στην ίδρυση του περιοδικού «Επιθεώρηση Τέχνης». Συνεχίζει να γράφει και να δημοσιεύει ποιητικές συλλογές ενώ το 1955 δικάστηκε για το έργο του «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου», με την κατηγορία της προτροπής σε επανάσταση. Τον στήριξαν πλήθος κόσμου και άνθρωποι των γραμμάτων και τελικά αθωώθηκε. Κατά την διάρκεια της χούντας είχε μείνει άνεργος και είχε σταματήσει την ποίηση, για έναν διάστημα εργάστηκε στο λαϊκό περιοδικό «Φαντάζιο», όπου δούλεψε μια σειρά από βιογραφίες λογοτεχνών και έκανε περιλήψεις μεγάλων έργων της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Tο 1972, εξέδωσε το βιβλίο "Nυχτερινός επισκέπτης» οι κριτικοί θεωρούν πως με αυτό ξεκινάει η β' φάσης του έργου του, κατά την οποία έχει αποστασιοποιηθεί από την πολιτική δράση και έχει κάνει μια στροφή προς την φιλοσοφία και τον υπαρξισμό. Τον Οκτώβριο του 1988 εισήχθη εσπευσμένα στο Γενικό Kρατικό Nοσοκομείο και υποβλήθηκε σε εγχείρηση για ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής. Πέθανε στις 30 Οκτωβρίου 1988. "Έζησε στα σύνορα μιας ακαθόριστης ηλικίας και πέθανε για πράγματα μακρινά που είδε κάποτε σε ένα αβέβαιο όνειρο" είχε πει πως ήθελε να γράψουν στον τάφο του. 

ΜΗ ΧΑΝΕΙΣ ΤΟ ΘΑΡΡΟΣ ΣΟΥ

Μη χάνεις το θάρρος σου
εμείς πάντα το ξέραμε
πως δε χωράει
μέσα στους τέσσερις τοίχους
το μεγάλο μας όνειρο.
Εμάς τα σπίτια μας είναι όλοι οι δρόμοι
που στα σπλάχνα τους κοιμούνται
τόσοι σκοτωμένοι.
Θα θυμάμαι πάντοτε τα φιλιά σου
που κελαηδούσαν σαν πουλιά
θα θυμάμαι τα μάτια σου
φλογερά και μεγάλα
σαν δυο νύχτες έρωτα
μέσα στον άγριο πόλεμο.




ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑ

Μ’ αίμα χτισμένο, κάθε πέτρα και καημός
κάθε καρφί του πίκρα και λυγμός
μα όταν γυρίζαμε το βράδυ απ’ τη δουλειά
εγώ και εκείνη όνειρα φιλιά

Το ’δερνε αγέρας κι η βροχή
μα ήταν λιμάνι κι αγκαλιά και γλυκιά απαντοχή
αχ το σπιτάκι μας, κι αυτό είχε ψυχή

Πάρ’ το στεφάνι μας, πάρ’ το γεράνι μας
στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή
Κράτα το χέρι μου και πάμε, αστέρι μου
εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί

Ένα κρεβάτι και μια κούνια στη γωνιά
στην τρύπια στέγη του άστρα και πουλιά
κάθε του πόρτα ιδρώτας κι αναστεναγμός
κάθε παράθυρό του κι ουρανός
Κι όταν ερχόταν η βραδιά
μες στο στενό σοκάκι ξεφαντώναν τα παιδιά
αχ το σπιτάκι μας, κι αυτό είχε καρδιά

Πάρ’ το στεφάνι μας, πάρ’ το γεράνι μας
στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή
Κράτα το χέρι μου και πάμε, αστέρι μου
εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί



ΒΡΕΧΕΙ ΣΤΗ ΦΤΩΧΟΓΕΙΤΟΝΙΑ

Μικρά κι ανήλιαγα στενά
και σπίτια χαμηλά μου
βρέχει στη φτωχογειτονιά
βρέχει και στην καρδιά μου

Αχ ψεύτη κι άδικε ντουνιά
άναψες τον καημό μου
είσαι μικρός και δε χωράς
τον αναστεναγμό μου
Οι συμφορές αμέτρητες
δεν έχει ο κόσμος άλλες
φεύγουν οι μέρες μου βαριά
σαν της βροχής τις στάλες
Αχ ψεύτη κι άδικε ντουνιά
άναψες τον καημό μου
είσαι μικρός και δε χωράς
τον αναστεναγμό μου



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου