η φωτογραφία που ενέπνευσε τον ποιητή Γιάννη Ρίτσο |
Αποσπάσματα από τον «Επιτάφιο»
του Γιάννη Ρίτσου
Ο
Θρήνος
Μέρα
Μαγιού μου μίσεψες μέρα Μαγιού σε χάνω
άνοιξη
γιε που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω
Στο
λιακωτό και κοίταζες και δίχως να χορταίνεις
άρμεγες
με τα μάτια σου το φως της οικουμένης
Και
μου ιστορούσες με φωνή γλυκιά ζεστή κι αντρίκεια
τόσα
όσα μήτε του γιαλού δεν φτάνουν τα χαλίκια
Και
μου 'λεγες πως όλ' αυτά τα ωραία θα ν' δικά μας
και
τώρα εσβήστης κι έσβησε το φέγγος κι η φωτιά μας. […]
Η
ύβρη
Ὦ Παναγιά μου, ἂν εἴσουνα,
καθὼς ἐγώ, μητέρα,
βοήθεια
στὸ γιό μου θἄστελνες τὸν Ἄγγελο
ἀπὸ πέρα.
Κι,
ἄχ, Θέ μου, Θέ μου, ἂν εἴσουν
Θεὸς κι ἂν εἴμασταν
παιδιά σου
θὰ
πόναγες καθὼς ἐγώ, τὰ
δόλια πλάσματά σου.
Κι
ἂν εἴσουν δίκειος, δίκαια θὰ
μοίραζες τὴν πλάση,
κάθε
πουλί, κάθε παιδὶ νὰ
φάει καὶ νὰ χορτάσει.
Γιέ
μου, καλὰ μοῦ τἄλεγε
τὸ γνωστικό σου ἀχεῖλι
κάθε
φορὰ ποὺ ὁρμήνευε,
κάθε φορὰ ποὺ ἐμίλει:
Ἐμεῖς ταγίζουμε ζωὴ
στὸ χέρι: περιστέρι,
κ᾿ ἐμεῖς
οὔτ᾿ ἕνα
ψίχουλο δὲν ἔχουμε στὸ
χέρι.
Ἐμεῖς κρατᾶμε
ὅλη τὴ γῆς
μὲς στ᾿ ἀργασμένα
μπράτσα
καὶ
σκιάχτρα στέκουνται οἱ Θεοὶ
κι ἀφέντη ἔχουνε φάτσα.
Ἄχ, γιέ μου, πιὰ δὲ
μοὔμεινε καμιὰ χαρὰ
καὶ πίστη,
καὶ τὸ
χλωμὸ καὶ τὸ
στερνὸ καντήλι μας ἐσβήστη.
Καί,
τώρα, ἐπὰ σὲ
ποιὰ φωτιὰ τὰ
χέρια μου θ᾿ ἀνοίγω,
τὰ
παγωμένα χέρια μου νὰν τὰ
ζεστάνω λίγο;
Μέρος
Ι: Ο Θάνατος: Το πρώτο μέρος ξεκινάει με τη μάνα, που διαπιστώνει πως ο γιος
της είναι νεκρός:
«Γιέ
μου, σπλάχνο τῶν σπλάχνων μου, καρδούλα τῆς
καρδιᾶς μου,
πουλάκι
τῆς φτωχιᾶς αὐλῆς,
ἀνθὲ τῆς ἐρημιᾶς
μου,
πῶς
κλείσαν τὰ ματάκια σου καὶ δὲ
θωρεῖς ποὺ κλαίω
καὶ δὲ
σαλεύεις, δὲ γρικᾷς τὰ
ποὺ πικρὰ σοῦ
λέω;»
Μέρος ΙΙ: Η Απόγνωση: Η
μάνα σε αυτό το μέρος, εκφράζει την απόγνωση της, για το νεκρό παιδί της:
«Πῶς
μ᾿ ἄφησες νὰ
σέρνουμαι καὶ νὰ πονῶ
μονάχη χωρὶς γουλιά, σταλιὰ νερὸ
καὶ φῶς κι ἄνθο
κι ἀστάχυ;»
Μέρος
ΙΙΙ: Το Νεκρό Σώμα: Στο τρίτο μέρος, ξεκινά η ακριβής και λεπτομερής περιγραφή
του κορμιού του γιου της, που πλέον βρίσκεται στα χέρια της νεκρό:
«Μαλλιὰ
σγουρὰ ποὺ πάνω τους τὰ
δάχτυλα περνοῦσα [...] Φρύδι μου, γαϊτανόφρυδο καὶ
κοντυλογραμμένο [...] Μάτια γλαρὰ ποὺ
μέσα τους ἀντίφεγγαν τὰ μάκρη» (κ.ο.κ)
Μέρος
VI: Η Μοίρα: Στο τέταρτο μέρος η μάνα, πλέον, σκέφτεται τη μοίρα και
αναρωτιέται:
«Γιέ μου, ποιὰ
Μοῖρα στὄγραφε καὶ
ποιὰ μοῦ τὄχε
γράψει τέτοιον καημό, τέτοια φωτιὰ στὰ
στήθεια μου ν᾿ ἀνάψει;»
Μέρος
V: Η Απουσία: Στο πέμπτο μέρος, η μάνα, συνειδητοποιεί πως τώρα έμεινε μόνη της
και ότι το κενό από τον θάνατο του γιου της είναι μεγάλο:
«Σήκω,
γλυκέ μου, ἀργήσαμε· ψηλώνει ὁ ἥλιος·
ἔλα, καὶ τὸ
φαγάκι σου ἔρημο θὰ κρύωσε στὴν
πιατέλα.»[...]
«Θὰ
καρτεράει τὸ κρύο νερὸ τὸ
δροσερό σου στόμα, θὰ καρτεράει τὰ
χνῶτα σου τ᾿ ἀσβεστωμένο
δῶμα.»
Μέρη
VI, VII, VIII: Ο Θρήνος: Στο έκτο, έβδομο και όγδοο μέρος αρχίζει ο θρήνος της
μάνας και είναι ένα από τα κυριότερα σημεία του έργου:
«Μέρα
Μαγιοῦ μοῦ μίσεψες, μέρα Μαγιοῦ σὲ
χάνω, ἄνοιξη, γιέ, ποὺ ἀγάπαγες
κι ἀνέβαινες ἀπάνω»[...]
«Πῶς
θὰ γυρίσω μοναχή στὸ ἐρμαδιακό
καλύβι; Ἔπεσε ἡ νύχτα στὴν
αὐγή καὶ τὸ
στρατί μοῦ κρύβει»[...]
«Κανείς
μὴ γγίξει ἀπάνω του, παιδί μου
εἶναι δικό μου. Σιωπή∙ σιωπή∙ κουράστηκε, κοιμᾶται
τὸ μωρό μου.»[...]
«Ποιός
μοῦ τὸ πῆρε;
Ποιός μπορεῖ νὰ μοῦ τὸ
πάρει ἐμένα; Ἄσπρισαν τὰ
χειλάκια του, τὰ μάτια του κλεισμένα.»[...]
«Ποῦ
πέταξε τ' ἀγόρι μου; ποῦ πῆγε;
ποῦ μ' ἀφήνει; Χωρίς πουλάκι τὸ
κλουβί, χωρίς νεράκι ἡ κρήνη.»[...]
«Δέν ἔμενες,
καρδοῦλα μου, στ' ἄσπρο μικρούλι
σπίτι, νὰ σ' ἔχω σάν ἀφέντη
μου, νὰ σ' ἔχω σάν σπουργίτι.»
Μέρος
IX: Η Ύβρις: Στο ένατο μέρος η μάνα —δεύτερο κύριο σημείο του έργου—
απευθύνεται στον Θεό:
«Κι, ἄχ,
Θέ’ μου, Θέ’ μου, ἄν εἰσουν
Θεός κι ἄν εἴμασταν παιδιά σου θὰ
πόναγες καθὼς ἐγώ, τὰ
δόλια πλάσματά σου.»
Μέρη
X, XI, XII, XIII: Το Μοιρολόι: Στα τέσσερα αυτά μέρη, αρχίζει πια το μοιρολόι:
«Καὶ
κεῖ ποὺ σὲ
καμάρωνα, πλατάνι, παλληκάρι, ἔτρεμα μή πνοή ἀγεριοῦ
στὸν οὐρανό σὲ
πάρει.»[...]
«Ἔτσι
ἄχαρη με ὠμόρφαινες κ’ ἔτσι
ἄμαθη – γιά κοίτα – μές στὴ
ματιά σου διάβαζα τῆς ζωῆς
τὴν ἀλφαβῆτα.»[...]
«Καὶ
πάλι ἡ ἔρμη ντρέπουμαι, γιόκα μου,
ἐσύ νὰ λείπεις κι ἀκόμα
ἐγώ νἀχω φωνή – ξόμπλι φτηνό της
λύπης.»
Μέρη
XIV, XV, XVI, XVII: Ο Μετασχηματισμός: Στα επόμενα τέσσερα μέρη, η μητέρα, μετά
το μοιρολόι, αρχίζει και μπαίνει σε ένα μεταβατικό στάδιο, και περνά λίγο πριν
την Αντίσταση:
«Καὶ
σύναζα ὅλα σου βουβά, σάν τὰ πουλιὰ
μιά κλώσσα – καὶ τώρα πού μοῦ
μίσεψές μοῦ λύθηκεν ἡ γλῶσσα»[...]
«...Καὶ τὸ
καράβι βούλιαξε κι ἔσπασε τὸ
τιμόνι καὶ στοῦ πελάγου τὸ
βυθό πλανιέμαι τώρα μόνη.»[...]
«Κι
ἀκόμα μήτε νὰ πνιγῶ,
μήτε ν’ ἀνέβω πάνω – κάνω ἀπὸ
κάπου νὰ πιαστῶ καὶ
φύκι μόνο πιάνω»[...]
«Λίγο
ψωμάκι ζήτησες καὶ σοὔδωκαν
μαχαίρι, τὸν ἵδρωτά σου ζήτησες καὶ
σοὔκοψαν τὸ χέρι.»[...]
«Καὶ
στὸ αἷμα τους τὴ
φοῦστα μου κόκκινη νὰν τὴ
βάψω, καὶ νὰ χορέψω... Ἄχ,
γιόκα μου, δέν πάει μου νὰ σὲ
κλάψω.»[...]
«Κόσμος
περνᾶ καὶ μὲ
σκουντᾶ, στρατός καὶ μὲ
πατάει κ' ἐμέ τὸ μάτι οὐδέ
γυρνᾶ κι οὐδέ σὲ
παρατάει.»[...]
«Καὶ
δές, μ' ἀνασηκώνουνε... χιλιάδες γιούς ξανοίγω, μά, γιόκα μου, ἀπ'
τὸ πλάγι σου δέ δύνουμαι νὰ
φύγω.»
Μέρη
XVIII, XIX, XX: Η Ανάσταση: Στα τελευταία μέρη του έργου έρχεται η Ανάσταση και
η μητέρα παίρνει τη θέση του γιου της, δίπλα στους συντρόφους του:
«Κι
ἂν δέ λυγάω σὲ προσευχή, τὰ
χέρια κι ἄν δέν πλέκω, γιέ μου, τὸ
ξέρεις, πιο ἀπὸ πρίν τώρα κοντά σου
στέκω.»[...]
«Νἆχα
τ'ἀθάνατο νερό, ψυχή καινούρια νἆχα
νὰ σοὔδινα, νὰ
ξύπναγες γιὰ μιά στιγμή μονάχα»
«Νὰ
δεῖς, νὰ πεῖς,
νὰ τὸ χαρεῖς ἀκέριο
τ'ὄνειρό σου νὰ στέκεται ὁλοζώντανο
κοντά σου, στὸ πλευρό σου.»[...]
«Κ’
οἱ λύκοι ἀποτραβήχτηκαν καὶ
κρύφθηκαν στὴν τρούπα – μαμούνια ποὺ τὰ
σάρωσε βαρειά τοῦ ἐργάτη
ἡ σκοῦπα –»[...]
«Γιέ
μου, στ’ ἀδέλφια σου τραβῶ καὶ
σμίγω τὴν ὀργή μου, σοὺ πῆρα
τὸ ντουφέκι σου – κοιμήσου, ἐσύ,
πουλί μου.»
Φύλλο εργασίας
1.
Να εντοπίσετε τα πρόσωπα που
περιλαμβάνονται στην αφήγηση.
2.
Ποια στοιχεία του χρόνου και του χώρου
μπορείτε να εντοπίσετε στα αποσπάσματα;
3.
Ποιος μιλάει και σε ποιους απευθύνεται;
4.
Τα αποσπάσματα εντάσσονται στην ποιητική
σύνθεση του Γιάννη Ρίτσου με τίτλο «Επιτάφιος». Να εντοπίσετε στο κείμενο
στίχους που επιβεβαιώνουν τον θρηνητικό χαρακτήρα του έργου.
5.
Να εντοπίσετε στα αποσπάσματα τα εκφραστικά
μέσα.
6.
Να βρείτε τις προσφωνήσεις της μάνα για παιδί
της. Τι αποκαλύπτουν για τα συναισθήματά της;
7.
Στο απόσπασμα ΙΧ να εντοπίσετε την ύβρη και
να την αιτιολογήσετε.
8.
Να παρουσιάσετε το στερεότυπο της μάνας όπως
διαγράφεται στο ποίημα. Πιστεύετε πως έχει αλλάξει στη σύγχρονη εποχή;
9.
Να σχολιάσετε τις γλωσσικές και υφολογικές
επιλογές του Ρίτσου.
10.
Να εντοπίσετε κοινά στοιχεία του κειμένου
με το ποίημα του Κώστα Βάρναλη «Η μάνα του Χριστού» (σελ. 483).
11.
Να ακούσετε το ποίημα μελοποιημένο. Ποια είναι τα δικά σας συναισθήματα;
Δικτυογραφία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου