«[…] Τούτη η αργή, ασταμάτητη
βροχή, καλόδεχτη, βοηθάει,
μαλακώνει το χώμα, πλένει
μητρικά τα φύλλα της συνοικιακής
τριανταφυλλιάς απ’ τη σκόνη,
νοτίζει τις φτωχές στέγες- όλα
τα δείχνει ταπεινά και φτωχά,
τους αφαιρεί την έπαρση και τη
σκληρότητα, φτωχαίνει ακόμα
και τη λύπη,
γίνεται η λύπη μαλακιά,
πονετική- δεν επιμένει
σ’ αυτή την τυφλή αρνητική
περηφάνεια της, μπορεί να σκύψει,
να κλάψει ή να χαμογελάσει, σαν
ένα νέο κορίτσι
που ‘κλαιγε στο παράθυρο κι
είδε έξαφνα στα τζάμια το γλυκύ της πρόσωπο
τόσο νεανικό, τόσο όμορφο-
ωραίο ακόμη κι όταν κλαίει-
κ’ ίσως ακόμη πιο ωραίο, τόσο
που χαμογελάει.
[…]
Τώρα κοιτάζεις έξω απ’ το
παράθυρο-
είναι ένα σύννεφο που ξέφυγε
απ’ το γκρίζο και κάθεται μονάχο
σε μια κίτρινη στέγη
κ’ η πενιχρή βροχή, ελεητική
στη φτώχεια της, συνεχίζεται ατέλειωτη
μες στη γλυκιά, μισοφώτιστη
ορφάνια του κόσμου, – η βροχή
να τραβάει ως το βάθος
ανάβοντας ασημένια μανουάλια,
μπακιρένια μανουάλια που
μακραίνουν και μικραίνουν,
θαμπόφωτα, σταχτιά μανουάλια
μιας υπαίθριας εκκλησίας
σε κάποιους βωβούς εσπερινούς
που δεν έχει καθόλου εκκλησίασμα
εξόν από κάτι γριές, το νεωκόρο
της ενορίας και το μονόφθαλμο ψάλτη,
και πίσω απ’ τα σβηστά και τα
ελάχιστα αναμμένα μανουάλια
θαμποφαίνεται το Άγιον Πάθος, ο
Ελκόμενος ολόσωμος, η Σταύρωση-
[…]
Τούτη η βροχή
μιλάει με τα λόγια της, ήσυχα
λόγια, όχι για μένα και για σένα-
δεν έχουν στόχο τα λόγια της –
γι αυτό μας μιλάνε-
δεν αφορούν εμάς, δε θέλουν να
μας συμβουλέψουν,
να μας παινέψουν, να μας
κατηγορήσουν, να μας παρηγορήσουν,
δε μας αναγκάζουν σ’
οποιαδήποτε στάση
σ’ άμυνα, ή σ’ επίθεση, ή σε
απολογία-
Ήσυχα λόγια της βροχής, μπορεί
και να θυμίσουν
το μοσκοβόλημα της γης- όχι της
γης όταν σκάβουν ένα λάκκο-
της γης που βρέχεται κι
απορροφά κ’ υπομένει και πρααίνεται
και λουλουδίζει μια μέρα
αναπάντεχα –
μια μυρωδιά καρτερίας, απαλή
και μεγάλη
που διαστέλλει τα μάτια μας μες
στ’ όνειρο σαν να τα κλείνει…»
(Γ. Ρίτσος, Γενική δοκιμή,
Κέδρος)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου