Blogger Widgets

Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2015

"Ο ξένος των Χριστουγέννων" του Στέφανου Δάφνη


Με τα παιδιάτικα μάτια μου, έβλεπα πίσω από το τζάμι, τη σημαία του Παλαμηδιού, του κάστρου τ’ Αναπλιού ψηλά και το σκοπό τυλιγμένο στο μανδύα του, να πηγαινοέρχεται στην τάπια με το τουφέκι στον ώμο. Στο φόντο του ουρανού η σιλουέτα του γραφόταν τεράστια, επιβλητική. Κάμποσες οριές πιο κάτω σάλευαν χαμόκλαδα, φραγκοσυκιές πρασίνιζαν κρεμασμένες στο βάραθρο.
Εκείνη η μέρα, η γκρίζα η βουβή, ήταν τα Χριστούγεννα. Τα καρτερούσαμε με τόσον πόθο μικροί και μεγάλοι. Εμείς για να λευτερωθούμε από τα θρανία του σχολείου κι εκείνοι από τη μονοτονία της δουλειάς, να γιορτάσουμε στη λιακάδα, στο ξέφωτο, που κάποιες φορές γιομίζει θάματα τον κάμπο μας, με μυρουδιές από άγρια ζαμπάκια και με τις πορτοκαλιές φορτωμένες μικρούς ήλιους. Μα να που ο χειμώνας μας έκλεισε μέσα και περιόρισε σε σπιτιάτικο το γιορτάσι. Ήταν ευτυχισμένα τα χρόνια εκείνα τα ειρηνικά.
Τα σπίτια μας πλήρη πάσης αγαθότητος ευωδίαζαν από τα φρεσκοψημένα χριστόψωμα αντηχούσαν από κάλαντα και μουσικά όργανα. Θυμούμαι πως το μεσημέρι καθίσαμε στο τραπέζι πιο πολλοί από 12 νομάτοι. Μα για να καθίσουμε έπρεπε να περιμένουμε τον παππού που ερχόταν από το Άργος. Και ο παππούς άργησε κομμάτι κ ήρθε χτυπημένες δώδεκα γιατί το τρένο είχε καθυστέρηση.
Ήρθε ο παππούς και με όλα του τα γεράματα, ανέβηκε σα πουλί την ξυλένια σκάλα και η βράκα του η μεταξωτή έτριζε φρου φρου ανεβαίνοντας. Στο άνοιγμα της πόρτας, η λεβέντικη κορμοστασιά του μας φανερώθηκε σαν άγγελος παρουσίας, πατριαρχική. Στραβά, το κόκκινο φέσι με τη γαλάζια φούντα ανάρριχτη στον ώμο, φρεσκοξυρισμένος πασίχαρος.
«Γεια χαρά σας!»
«Καλώς τον παππού!»
«Χρόνια πολλά! Καλά και τιμημένα!»
«Αμήν παππού!»
Καθίσαμε στο τραπέζι. Στην κορφή ο παππούς. Βγάζοντας το φέσι του, το ‘ριξε στο μεντέρι. Έπειτα σήκωσε τις παλάμες και χάιδεψε τα άσπρα του μαλλιά που φούντωναν γύρω στο κεφάλι σαν αγιοστέφανο. Πήρανε γύρω θέσεις ο μπαρμπάδες, οι θειάδες, τα πρωτοξαδέρφια, ολάκερο το σόι. Η αδελφούλα μας η Αγγελικούλα η ωραιοκάμωτη, βοηθούσε τη μητέρα στο συγύρισμα του τραπεζιού. Σα δώρο βασιλικό πάνω σε ασπίδα γυαλιστερή, πρόβαλε ο ψητός διάνος, παραγεμισμένος με κάστανα και κουκουνάρια και μπαχαρικά. Ένα μεγάλο χριστόψωμο κόπηκε φέτες. Η μυρουδιά των ψητών κεντούσε τα ρουθούνια. Στο παλιό τζάκι, τρίζανε τα ξύλα. Ο παππούς, σήκωσε το χέρι και τον μιμηθήκαμε όλοι. Οι άνθρωποι στις επαρχίες τρώνε. Δηλαδή το κάνουνε δουλειά το φαγοπότι. Κι ένα χριστουγεννιάτικο τραπέζι γίνεται σωστή λειτουργία, για τούτο δεν πρέπει να φανεί παράξενο πως το βασίλεμα του ήλιου, βρήκε τους περισσότερους μας στο τραπέζι ακόμη, φορτωμένο, με πορτοκαλόφλουδες και τσόφλια καρυδιών και ποτήρια, που όσο να αδειάσουν γέμιζαν κοκκινέλι της Περαχώρας και γλυκόπιοτο Αϊγιωργήτικο.
Ωστόσο ο καιρός χειροτέρευε. Τα τζάμια της τραπεζαρίας νοτισμένα, δείχνανε πως όξω το κρύο έσφιγγε. Σε μια στιγμή, η ψυχοκόρη μας η Βαγιώ, μπαίνοντας με τη μπουκάλα γεμάτη είπε: «Χιονίζει όξω. Απόψε θα το στρώσει.».
«Η φωτιά μας κοντεύει να σβήσει» είπε η μητέρα.
«Βαγιώ, πήγαινε στο κατώι να φέρεις ξύλα».
Το κατώι ήταν κοντά στη σκάλα. Υπόγειο, τούρκικου σπιτιού όπου σωριάζαμε τις σοδειές της χρονιάς, γιομάτο πιθάρια, σκάφες, ξύλα και κάρβουνα.
Η Βαγιώ άναψε το λυχνάρι και κατέβηκε. Μα σε λίγο ξαναήρθε, χωρίς ξύλα, αλαφιασμένη και χλωμή. Το σβησμένο λυχνάρι έτρεμε στα χέρια της.
«Μπα, τι έχεις Βαγιώ; Τι τρέχει;»
«Κυρά, κάποιος είναι. Κάποιος» τσέβδιζε η χωριατοπούλα.
«Μίλα καλά! Τι λες;»
«Κάποιος είναι λέω κυρά, κάτω από τη σκάλα. Κουβαριασμένος και φοβάμαι η έρημη.»
«Δημήτρη, άιντε να ειδείς.» πρόσταξε ο παππούς έναν από τους θείους μου. Ο Δημήτρης σηκώθηκε και γρήγορα ακούστηκαν οι μπότες του να τρίζουν κατεβαίνοντας τη σκάλα.
«Κανέναν καλικάτζαρο θα είδε η Βαγιώ!» γέλασε ο δεύτερος θείος μου, ο Θανάσης, χαράσσοντας κάστανα και χώνοντας τα στη θράκα. Μα σε λίγο ακούστηκαν πάλι περπατησιές στη σκάλα κι ομιλίες. Η πόρτα άνοιξε και φανερώθηκε πάλι ο Δημήτρης μα όχι μόνος. Ένας άλλος άνθρωπος, άγνωστος, ήταν μαζί του. Θα έλεγε κανείς πως ο θείος μου τον έφερνε με το στανιό.
«Έμπα μέσα!» του λέγε.
«Μην ντρέπεσαι, χρονιάρα μέρα σήμερα! Έμπα να ζεσταθείς!»
Μα εκείνος φαινότανε πως κομπιάζει, ώσπου ο θείος μου τον έσπρωξε αλαφρά από τον ώμο και ο ξένος βρέθηκε στην τραπεζαρία.
«Τι ‘ναι τούτος;» ρώτησε ο παππούς.
«Δεν τόνε βλέπετε; Ζητιάνος ο φουκαράς. Καθότανε μαζεμένος κάτω από τη σκάλα και τρεμούλιαζε σα ζαγάρι! Και κάνει ένα ξεροβόρι όξω! Μπρρ..»
Κοιτάξαμε τον ξένο. Η κακομοιριά έβγαινε απ’ όλο του το κορμί. Θα ‘τανε πενηντάρης, λιγνός, κίτρινος, τα γένια του ψαρά κι αχτένιστα μοιάζαν με αφάνα. Ούτε κασκέτο φορούσε, ούτε παπούτσια. Ήτανε σκεπασμένος με κάτι κουρέλια που αφήνανε γυμνά εδώ και εκεί τα μέλη του. Μόλις βρέθηκε μέσα, γύρισε τα μάτια του γύρω φοβισμένα σαν αγρίμι και ύστερα κοίταξε και την πόρτα που την έκλεινε η κορμοστασιά του θείου μου, του Δημήτρη. Έκανε μια κίνηση σα να ‘θελε να ξεφύγει, μα ο παππούς μου του χαμογέλασε καλόβολα και του είπε με τη γλυκιά φωνή του:
«Γιατί; Κάτσε κει δα στο τζάκι να ζεσταθείς καψερέ!», εκείνος ακόμα δίσταζε.
Ο Δημήτρης προχώρησε, και ακουμπώντας το χέρι του απάνω στον ώμο του, τον ησύχασε.
«Κάτσε που σου λένε! Εδώ είμαστε όλοι χριστουγεννιάτικοι! Θα το κάψουμε σήμερα!»
Ήτανε στο κέφι ο θείος μου. Γιόμισε ένα ποτήρι κρασί ως τα χείλια. Το ‘δωσε στον ξένο και του είπε: «Πιείτο αδερφέ, να πάνε κάτω τα φαρμάκια! Γιοματάρι ξέρεις! Έλα ρούφα το!».
Ο άγνωστος πήρε το ποτήρι, καθώς το χέρι του έτρεμε χύθηκε λίγο κρασί στο χαλί. Κοίταξε χάμω.
«Με συμπαθάτε» μουρμούρησε βραχνά.
«Δεν πειράζει δα! Χρόνια πολλά! Γούρι είναι!» του απάντησαν.
Με μια ρουφηξιά άδιεασε το ποτήρι του.
«Μπράβο σου!» φώναξε ο Δημήτρης.
«Τώρα αδερφέ κάθισε εκεί να την τυλώσεις!».
Η φωτιά θρεμμένη με νέα κούτσουρα λαμπάδιαζε πρόσχαρα. Ο άνθρωπος καθισμένος σταυροπόδι μπροστά στο τζάκι, κρατούσε ανάμεσα στα γόνατα του το πιάτο με το κρέας που του ‘χε φέρει η Βαγιώ, μασούλιζε λαίμαργα κοιτάζοντας πότε πότε κλεφτά τους άλλους γύρω του.
Σε κάποια στιγμή η μητέρα μου τον ερώτησε «Από πού είσαι μπάρμπα».
Ο άνθρωπος δεν μίλησε αμέσως. Σταμάτησε το μάσημα και σήκωσε το πρόσωπο κοιτάζοντας τηνε.
«Ντόπιος;» ξαναρώτησε η μητέρα μου.
Με φωνή βαθιά, σα φερμένη από μάκρος, από καμιά σπήλια, μουρμούρησε: «Όχι. Ξωμερίτης είμαι.»
«Και δεν έχεις φαμελιά; Δεν έχεις σπίτι;»
«Ε, Ανθή! Φτάνει!» πρόσταξε ο παππούς.
«Ας δίνουμε του φτωχού κι ας μη ρωτάμε».
Είχαν επισημότητα τα λόγια εκείνα του παππού, που καθισμένος στην πολυθρόνα του φάνταζε μεγαλόπρεπος σαν ο Δίας ο Ξένιος.
«Ας μη ρωτάμε».
Βράδιαζε πια. Η Βαγιώ άναψε την κρεμαστή λάμπα και έφερε τους καφέδες. Ο ξένος πάστρευε το πιάτο του. Άξαφνα μέσα στη βραδινή σιγαλιά ακούστηκε μια τουφεκιά και αμέσως δεύτερη και τρίτη και τέταρτη, η μία πάνω στην άλλη. Μαζί ακούστηκαν φωνές φερμένες από πέρα. Άλλες από το κάστρο το Παλαμήδι, φωνές ταραγμένες. Οι άντρες μας πετάχτηκαν όρθιοι. Οι γυναίκες τρομαγμένες.
«Κάτι γίνεται στο Παλαμήδι» είπε ο παππούς ο πολύξερος.
Άντρες και γυναίκες βγήκανε στο μπαλκόνι χωρίς πια να λογαριάζουμε το κρύο. Στη δυτική τάπια του Παλαμηδιού που είναι κατά την πόλη στραμμένη, φώτα σαλεύανε βιαστικά.
Πέσανε ακόμη τρεις τουφεκιές και ύστερα από δυο στιγμές ένα ξαφνικό σάλπισμα ξέσκισε τον παγωμένο αέρα τρεμόσυρτο, σερτό μες στο σκοτάδι. Οι κάμαρες του Ιτς Καλέ αντιλάλησαν τη λαχτάρα του χαλκού.
Ένας ξάδερφος μου ο Κοσμάς που είχε κάνει και λοχίας στα ειδικά εξήγησε: «Α, το ξέρω γω το σάλπισμα τούτο. Κατάδικος το ‘σκάσε από εκεί πάνω.»
Μπήκανε όλοι στην τραπεζαρία. Δεν μιλούσε κανένας. Η σιωπή βάραινε απάνω στα πράγματα και οι ματιές των αντρών πέσανε πάνω σε ένα κορμί διπλωμένο μπροστά στο τζάκι. Μια δυνατή πνοή ανέμου άνοιξε την μπαλκονόπορτα και έσβησε τη λάμπα. «Α» έκαναν ξαφνιασμένες οι γυναίκες. Το αντιλάλισμα της φωτιάς έπεφτε κοκκινωπό πάνω στον χριστουγεννιάτικο ξένο μας, τον άγνωστο και φώτιζε τη στεγνή του όψη, τα γκρίζα γένια του. Τώρα και των γυναικών οι ματιές βάραιναν απάνω του. Σα να κατάλαβε την αγωνία μας ο άνθρωπος, σηκώθηκε απότομα και χωρίς να μας καληνυχτίσει, χωρίς να βγάλει άχνα προχώρησε γρήγορα στην πόρτα κολλητά στον τοίχο και χάθηκε σαν φάντασμα. Δεν ακούστηκε ούτε η περπατησιά του στην σκάλα.

 

Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2015

χριστουγεννιάτικη παραμυθοϊστορία από την Ανθή Θάνου

«Το φτωχό καλό παιδί»


Μια χριστουγεννιάτικη παραμυθοϊστορία με την Ανθή Θάνου (αφήγηση) και τον Αλέξανδρο Μακρή (κιθάρα).

Από το Χριστουγεννιάτικο Κοντραπούντο της ΕΡΤ3 με τους Γιάννη Τσολακίδη και Πάρη Παρασχόπουλο, 25-12-2015.


Βιογραφικά Σημειώματα

Η Ανθή Θάνου γεννήθηκε στη Λαμία. Σπούδασε Νηπιαγωγός στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Το 1999 αποφάσισε να φορέσει σιδερένια παπούτσια και να φτάσει ως την άλλη άκρη του κόσμου. Συντροφιά της είχε ένα σακούλι γεμάτο παραμύθια.
Συχνά όλα αυτά τα χρόνια κοντοστέκεται  και αφηγείται παραμύθια
 σε Μουσεία (από το 2009 συνεργάζεται με το Λαογραφικό και Εθνολογικό Μουσείο Μακεδονίας Θράκης καθώς επίσης και με το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, υλοποιώντας  προγράμματα αφήγησης για παιδιά και ενήλικες με αφορμή εκθέματα από τις μόνιμες και περιοδικές εκθέσεις τους), σε Θέατρα, Μουσικές σκηνές, Πολιτιστικά Κέντρα,  Φυλακές, Βιβλιοθήκες (συνεργάστηκε σε προγράμματα φιλαναγνωσίας των βιβλιοθηκών του Εβρου , Ξάνθης και Βέροιας), σε Φεστιβάλ στην Ελλάδα (Γιορτή παραμυθιού στη  Κέα, φεστιβάλ Αφήγησης Ολύμπου, Αθηνών, Κοζάνης κ.α) και στο εξωτερικό (στο φεστιβάλ της Uzege στη Γαλλία και στο Όσλο)
 Συμμετέχει σε πανεπιστημιακά  συνέδρια με αφηγήσεις και σεμινάρια στην Ελλάδα και στη Κύπρο.                                                                                                     
Διοργανώνει  βιωματικά εργαστήρια για την τέχνη της αφήγησης προσπαθώντας να επι-κοινωνήσει  την τέχνη της  και να μοιραστεί  ιστορίες με άλλους.
 Η Ανθή Θάνου είναι μέλος του ΠΟΦΑ (Πανελλήνιος  Όμιλος Φίλων Αφήγησης)  και του Κέντρου Μελέτης και Διάδοσης Μύθων και Παραμυθιών.    
Το Σεπτέμβριο του 2007 κυκλοφόρησε το βιβλίο τους CD «Ούτε ’γω ήμουνα εκεί ούτε σεις να το πιστέψετε» από τις μουσικές εκδόσεις «POLYTROPON»  και το 2013 «το Δαφνοκούκουτσο» βιβλίο- CD από τις εκδόσεις «ΠΑΚΕΘΡΑ».

Ο Αλέξανδρος Μακρής γεννήθηκε στην Κατερίνη. Ξεκίνησε τις μουσικές του σπουδές σε ηλικία εννιά ετών στο ωδείο Κατερίνης. Πήρε πτυχίο κλασσικής κιθάρας από το ωδείο  Εν Τέχνη στη Θεσσαλονίκη. Συνεχίζει τις σπουδές του στη μουσική παρακολουθώντας τη τάξη του διπλώματος. Εργάζεται ως δάσκαλος κιθάρας σε ωδεία και μουσικές σχολές ενώ παράλληλα ασκεί την τέχνη της ηχοληψίας.
Συμμετέχει σε μουσικά σχήματα πραγματοποιώντας συναυλίες  σε  μουσικές σκηνές. Επίσης επενδύει μουσικά παραστάσεις αφήγησης παραμυθιών σε συνεργασία με την αφηγήτρια Ανθή Θάνου.

Γιάννης Βλαχογιάννης, Της φτώχειας τα στερνά


ΟΡΦΟΥΛΑ! Ε, μορφούλα! Πού είσαι κυρά μου; Ψίνα, ψιψίνα μου! τι θα φάμε σήμερα; Η γριά Λασκαρού έκραζε τη γάτα της βραχνά, αν και δεν την έβλεπε στο σπίτι. Μόλις έφεγγε, άδειο, παγωμένο ήτανε το σπίτι, ισόγειο, όλο ένα χώρισμα, με τα φτωχικά του τα συγύρια αραδιαστά τριγύρω. Κι η Λασκαρού, διπλωμένη μες στα παλιοσκούτια της, πλάι στη σβηστή γωνιά, δε σπάραζε. Το ξέθωρό της πρόσωπο, με την τριπλοτυλιγμένη μαντήλα στο κεφάλι, καθώς το ’χε γυρμένο κατά τη γωνιά κι έβλεπε με μάτια ακίνητα τη στάχτη σβησμένη, φάνταζε παράξενα και τρόμαζε μες στ’ αυγινό μισόθαμπο.
Μα κάποτε σείστηκε η γριά σιγά-σιγά. Σείστηκε κι ανασηκώθηκε και γύρισε το πρόσωπο, με το στανιό, κι είδε κατά την κλεισμένη πόρτα.
— Μορφούλα, κόρη μου καλή, πού είσαι; ρώτησε πάλι.
Και πιάστηκε από της γωνιάς το γύρο, κι έβαλε αγώνα χέρια, γόνατο και στάθηκε στα πόδια της. Και κίνησε ύστερα σκυφτή κατά την πόρτα. Πήγε, άνοιξε την πόρτα κι έκραξε πάλι. Της γάτας το νιαούρισμα που ’ταν γριά κι αυτή και μαδημένη, έφτασε μέσ’ από το περιβόλι και τα ξερόδεντρα του περιβολιού, τα λίγα που απομένανε για τη φωτιά κι αυτά και της γριάς τη ζέστα. Κι ήρθε η γατούλα κλαίοντας παραπονιάρικα και στάθηκε κοντά στα πόδια της κυράς της, στο μοναχικό σκαλί της πόρτας, το λειωμένο από τα χρόνια.
— Μορφούλα, τι θα φάμε σήμερα, τι έφερες;
Η γάτα απάντησε με το παράπονο της, κι έσκυψε πιο πολύ η γριά κι είδε στην πέτρα απάνου ένα ψάρι αποθεμένο. Το ’χε φέρει η γάτα η Μορφούλα.
Ήταν ένας κοβιός μεγάλος, και τον πήρε η Λασκαρού και μπήκε στο σπίτι, με τη γάτα μπρος κι ολόρθη την ουρά της παίζοντας.
Αυτό θα ήτανε της μέρας το φαΐ και για τους δύο τους. Ήτανε κι η Μορφούλα γέρικη πολύ. Δε χρειαζότανε μεγάλα πράματα για το φαΐ της. Λίγα ψαροκόκαλα της φτάνανε.
Το κυνήγι της το καθημερινό ήτανε πάντα ένα ψάρι, όμως πάντα πετρόψαρο. Κι η γριά Λασκαρού το περίμενε πια ταχτικό κι απ’ αυτό κρεμούσε την ελπίδα της θροφής της, την καθημερινή.
Βράδυ νωρίς, πριν πέσει στο ξερόστρωμα και πριν κλείσει την παλιόπορτά της, συνήθιζε η γριά Λασκαρού, μ’ όλη την αγάπη που ’χε της Μορφούλας — κι είχε την ανάγκη να τη ζεσταίνει στον ύπνο η συντροφιά της κιόλας — άνοιγε και την έβγαζε έξω.
Ήταν άπονο αυτό που ’κανε, μα πάλι πώς θα ζούσανε; Την έσπρωχνε όξω με το πόδι μαλακά τη Μορφούλα και της έλεγε:
— Σύρε, μορφούλα, σύρ’ εσύ, καλή μου ψίνα μου, κυρά μου, σύρε να φέρεις τίποτα... Δεν έχουμε αύριο να φάμε καψερούλα και θα μείνεις νηστική κι εσύ.
Η γάτα απ’ όξω έμενε και παρακαλούσε κάμποσο. Ύστερα ξεμάκραινε σιγά-σιγά η φωνή της και χανότανε μες στα σκοτάδια και μες στης θάλασσας τα μουγκρητά. Και την αυγή, να ’το ένα ψάρι στο σκαλί αφησμένο πάλι. Και δεν το ’τρωγε η Μορφούλα. Δεν το πείραζε καθόλου. Ίσως έτρωγε άλλο πριν το φέρει το κυνήγι της αυτό στο σπίτι. Μα πάλι μπορεί να ήτανε μόνο αυτό, και το ’φερνε ίσα στην κυρά της, άγγιχτο.
Πώς γινότανε τέτοιο πράμα τ’ απορούσε η γειτονιά κι η χώρα η μισογκρεμισμένη. Μα η γριά διόλου δεν το ρωτούσε. Νομίζαν οι άλλοι στην αρχή πως η γάτα η Μορφούλα πήγαινε στην αγορά και τα ’κλεβε τα ψάρια. Μα η Αμέρσα, η πιο κοντινή γειτόνισσα, μαλωμένη με την Λασκαρού από χρόνια, παραφύλαγε τη γάτα κι έβλεπε πως τα ’φερνε τα ψάρια από το γιαλό. Την ακολουθούσε ίσαμε τα σκόρπια βράχια, πλάι στο παλιό λιμάνι, που κάναν ένα πλήθος ήσυχα κορφάκια εκεί, κι όλα αντάμα κάναν ένα πεζονήσι απότομο. Κι εκεί την έχανε τη Μορφούλα. Στο τέλος την παράτησε, βέβαιη πια πως η γάτα τα ’βγαζε τα ψάρια από τη θάλασσα.
Τότε η Αμέρσα έφερε γύρα τις γειτόνισσες και τα παράστησε όλα με το Νι και με το Σίγμα, και με θάμασμα τρανό!
Και το ’μαθε όλη η χώρα τι και πώς η γάτα της γριάς Λασκαρούς πήγαινε και ψάρευε τη νύχτα στο γιαλό. Έπιανε μια θέση στο γιαλό και στεκόταν άσειστη σαν πέτρα ανάμεσα στις άλλες πέτρες τις ακίνητες εκεί, και περίμενε ώρες άσειστη. Κι η πείνα βέβαια την οδήγησε κει πέρα και της έδειξε τον τρόπο αυτόν. Και καθώς ζύγωναν οι κοβιοί και τ’ άλλα τα πετρόψαρα και φέρνανε τη μούρη τους ως την κορυφή και γυρεύανε να βρούνε το πιο παχύ χορτάρι, εκεί πού το νερό πάει ανάλαφρο και παιχνιδίζει με τις πέτρες, χραπ! το νύχι της Μορφούλας τ’ αρπάζει.
Η ίδια η γριά Λασκαρού θα μπορούσε να το πει και να το μαρτυρήσει πως τα ψάρια που της έφερνε η Μορφούλα δεν ήτανε κλεμμένα — τόσο φρέσκα, μισοζώντανα, καμιά φορά και ζωντανά. Μα η Λασκαρού δε συλλογιόταν τίποτα κακό για τη Μορφούλα ούτε και συλλογιόταν τίποτ’ άλλο. Είχε αλαλογήσει κι όλα λίγο. Έμοιαζε λωλή καθώς έβγαινε στο περιβόλι κι έστηνε ψιλή κουβέντα με τη γάτα της. Γιατί όπως γύριζε στο περιβόλι και μαχότανε να κόψει κανένα ξεροκλάδι από τα παλιόδεντρα —χειμώνας που ’ταν τώρα— και να σκίσει κανένα σανίδι από σεντούκι σάπιο, αχρείαστο, ή να βγάλει λαχανάκι από τον κήπο το λιγόσπαρτο, η γάτα εκεί κοντά της, η Μορφούλα τη συντρόφευε και της αποκρινότανε με το νιαούρισμα της, σ’ όσα εκείνη της λαλούσε λόγια ανόητα, λόγια λωλά. Ύστερα την ακολουθούσε στη γωνιά που άναβε τη φωτίτσα κι έβανε να ψήσει το φαΐ, της Μορφούλας το κυνήγι. Και το μοιράζονταν ύστερα οι δύο τους σα δύο φίλοι αγαπημένοι που ήτανε, χωρίς ψωμάκι κιόλας το συχνότερο.
Χωρίς ψωμάκι αλήθεια τώρα τελευταία, αφού ο άχαρος ο γέροντας της Λασκαρούς έπαψε να της στέλνει τα ταχτικό μηνιάτικο στο ξερονήσι. Γιατί τον έφαγε κι αυτόν η θάλασσα στερνά. Η Λασκαρού ήτανε πολύ περήφανη και δεν ζητούσε ούτε καταδεχότανε. Θα πέθαινε νηστικιά — τα ξέραν όλοι, αλλά δε θα ’βγαινε όξω τον πόνο και την πείνα της να πει.

Τα ’ξερε αυτά κι η Αμέρσα πιο καλά από κάθε άλλον. Ήταν η πιο κοντινή γειτόνισσα, αν και πλήθος άλλα σπίτια κατάκλειστα ρημάδια πια, χωρίζαν το δικό της απ’ της Λασκαρούς το σπίτι. Έτσι ήταν όλη η χώρα αριά κατοικημένη μ’ όλα τα σπίτια τα πολλά και τ’ αρχοντόσπιτα.
Ήταν από χρόνια η Αμέρσα μαλωμένη με τη Λασκαρού. Μίση οικογενειακά, συφέροντα παλιά... Μα τώρα τι χρειαζόντανε τα μίση, αφού σβήσανε και τα συφέροντα και πάνε; Πάλι να σηκωθεί να πάει στη Λασκαρού και να φιλιώσει, αυτά δεν τ’ αποφάσιζε η Αμέρσα. Την ήξερε καλά τη Λασκαρού, κι ήξερε και τον ίδιο τον εαυτό της. Όμως η συφορά της Λασκαρούς τη λύγισε, της γλύκανε το περασμένο της φαρμάκι. Μα και πάλι δεν ήθελε να δείξει την αδυναμία της. Ήτανε ψυχή κλειστή η Αμέρσα, όπως όλες οι νησιώτισσες κι όλοι οι νησιώτες εκεί πέρα. Τι να κάνει; Έπαιρνε άλλη μια γειτόνισσα, μια πονηρούλα από το παραπέρα σπίτι, την Κατερινιώ, και πήγαιναν και παραφυλάγαν όξω από της Λασκαρούς το περιβόλι. Τα Χριστούγεννα ήτανε κοντά. Ξεροβόρι άγριο φυσούσε τις τελευταίες μέρες. Η χώρα έβλεπε βορεινά και την έπιανε το κύμα άσκημα. Η Μορφούλα έφτασε μιαν αυγή από το γιαλό, με χωρίς τίποτα στο στόμα, και νιαούριζε στην πόρτα της κυράς της.
— Κοίταξε, είπε η Αμέρσα. Σήμερα δεν ψάρεψε η Μορφούλα. Με τέτοιον αγριόκαιρο...
— Τι θα φάνε σήμερα οι δύο τους οι κακόμοιροι; Να ’χουνε τίποτα τάχα; είπε η Κατερινιώ.
—Καρτέρα μια στιγμή, είπε η Αμέρσα. Έφυγε και γύρισε μ’ ένα φελί ψωμί σπιτίσιο.
—Ψίνα, Μορφούλα, έκραξε σιγά η Αμέρσα.
Πήγε η Μορφούλα και στάθηκε στη ρίζα του τοίχου, κάτω από τις γυναίκες, και νιαούρισε γλυκά. Οι δύο αυτές, αφού της ρίξανε ένα κομματάκι και την καλόπιασαν, ύστερα της πέταξαν όλο τα φελί. Τις κοίταξε καλά-καλά η Μορφούλα, κοίταξε και το ψωμί, το μύρισε, το πήρε με τα δόντια της και πήγε και τ’ απόθεσε με προσοχή στο σκαλί επάνω και νιαούρισε.
—- Πού είσαι, Μορφούλα, ψίνα;... Μπα, εδώ είσαι καλή μου; Σήμερα τίποτα δεν έφερες; Πού είναι το κυνήγι σου; Ξέρω, φυσούσε απόψε... Μα τώρα τι θα φας; Εμένα δε με μέλει, κακομοίρα, μα για σένα λέω... Σύρε, φεύγα από κοντά μου, δε θέλω να σε βλέπω παλιόγατα. θα μείνεις νηστική. Μα τι είναι αυτό; Ψωμί έφερες, ψιψίνα μου; Έκαμες καλύτερα. Είχαμε τρεις μέρες ν’ αγγίξουμε ψωμί στο στόμα... Έτσι να φέρνεις ψίνα μου και καμιά φορά λίγο ψωμάκι, όχι μονάχα ψάρια... Και χωρίς αλάτι κιόλας τα βαρέθηκα... καμιά φορά και λίγο τυράκι... όχι ακόμα, είναι Σαρακοστή... Έλα, μέσα τώρα, Μόρφω μου, καλή νοικοκυρά μου.
Ούτε και ρώτησε πού το ’βρε το ψωμί η Μορφούλα. Την άλλη μέρα πήγε η Κατερινιώ κι άφησε άλλο ένα κομμάτι ψωμί στην πόρτα της γριάς. Άφησε και λίγο τυρί.
— Μη, της είπε Αμέρσα, θα μας καταλάβει κι ύστερα θα τα πετάξει όλα άμα νιώσει πως τα βάνουμε...
Η Αμέρσα φύλαγε τη θέση της εκεί συχνά πίσω από τον τοίχο. Μια μέρα πέρασε η Μορφούλα κρατώντας ένα ολάκερο χταπόδι ζωντανό. Την έσκιαξε τη γάτα και την έκανε να τ’ αφήσει από το στόμα της. Έκοψε τα μισό, το χτύπησε, τ’ αλάτισε και το ξανάδωσε της γάτας πάλι.
— Ακούς παράξενο; έλεγε. Πώς μπόρεσε και το ’πιασε; Πού το’ βρε;
— Θα το πέτυχε στη ρήχη, είπε η Κατερινιώ, και το θαλάμι του θα ’τανε ψηλά. Ύστερα πώς να την τσακώσει τη Μορφούλα; Οι πλόκαμοί του δεν κολλούνε στο μαλλί της. Ακούς αλήθεια εκεί.
— Άπιστο πράμα.
— Ναι, η καημένη, μα πώς θα το φάει, Έχει και φωτιά;
— Καλά λες, είπε η Αμέρσα. Στάσου να δεις αύριο τι θα κάμω.
Την άλλη μέρα, απόγιομα, φύλαγαν πάλι οι δύο γυναίκες ώσπου είδαν τη γριά να βγαίνει και να γυρίζει στο περιβόλι με τη γάτα της και να μιλεί.
— Σήμερα, το κατάλαβες Μορφούλα μου, πως δεν έχω πια ξύλα, μήτε σπίρτα και μου το ’φερες ψημένο το χταπόδι ε; Πονηρή, καλή μου ψίνα μου, νοικοκυρά μου εσύ, όλα τα φροντίζεις... Ξέρεις πως είναι και Σαρακοστή. Μεθαύριο έχομε και Χριστούγεννα, κυρά μου. Πάμε μέσα τώρα — θα μου πείνασες λιγάκι, πάμε..; Κρύο κάνει. Έχουμε λίγο χταπόδι... Και ψωμί... Και το τυρί θα το φυλάξουμε για τη γιορτή, μεθαύριο. Πάμε.
Δάκρυσαν οι γυναίκες. Την παραμονή λησμονήσανε τη Λασκαρού, δοσμένες στις δουλειές και τις ετοιμασίες τού σπιτιού τους. Το πρωί όμως τη θυμήθηκε η Αμέρσα. Μπήκε σαν κλέφτρα, πρώτη φορά ύστερα από χρόνια, στο περιβόλι, και πήγε κι άφησε στην πόρτα της ένα κομμάτι ψωμί, και τόλμησε κι ένα κοψίδι ψητό κρέας.
Μα όλη μέρα, Χριστούγεννα, η Μορφούλα ανήσυχη, θρηνούσε απ’ όξω από το σπίτι. Τ’ απομεινάρια του φαγιού ήτανε κει — σημάδι πως τα ’χε φάει η γάτα. Τότε ανησύχησε η Αμέρσα. Κάλεσε την Κατερινιώ κι άλλες γειτόνισσες κι αποφάσισαν και χτυπήσανε της Λασκαρούς την πόρτα. Όμως κανένας δεν τους αποκρίθηκε.

Παύλος Νιρβάνας, Τὸ φλουρὶ τοῦ φτωχοῦ

Τὸ πρῶτο φλουρὶ τῆς βασιλόπιτας, ποὺ μοῦ ἔπεσε, βγῆκε μοιρασμένο. Ἦταν ἀληθινὸ φλουρί, γιατί ὁ πατέρας μου τὸν καιρὸ ἐκεῖνο συνήθιζε νὰ βάζει στὴ βασιλόπιτα τοῦ σπιτιοῦ μας μιὰ χρυσὴ ἀγγλικὴ λίρα.
Πῶς ἔρχονται τὰ πράματα καμιὰ φορά!
Ὁ πατέρας μου, ὄρθιος μπροστὰ στὸ ἁγιοβασιλιάτικο τραπέζι, ἔκοβε τὴν πίτα, ὀνοματίζοντας κάθε κομμάτι ξεχωριστά, πρὶν κατεβάσει τὸ μεγάλο μαχαίρι τοῦ ψωμιοῦ. Ἀφοῦ ἔκοψε τὸ κομμάτι τοῦ σπιτιοῦ, τῶν ἁγίων, τὸ δικό του καὶ τῆς μητέρας μου, πρὶν ἀρχίσει τὰ κομμάτια τῶν παιδιῶν, σταμάτησε σὰν νὰ θυμήθηκε κάτι.
- Ξεχάσαμε, εἶπε, τὸ κομμάτι τοῦ φτωχοῦ. Αὐτὸ ἔπρεπε νά ῾ρθει ὕστερα ἀπὸ τοὺς ἁγίους. Ἂς εἶναι ὅμως. θὰ τὸ κόψω τώρα κι ὕστερα θ᾿ ἀρχίσω τὰ κομμάτια τῶν παιδιῶν. Πρῶτα ὁ φτωχός. Κατέβασε τὸ μαχαίρι καὶ εἶπε:
- Τοῦ φτωχοῦ.
Ἔπειτα θὰ ἐρχόταν τὸ δικό μου κομμάτι, ποὺ ἤμουν ὁ μεγαλύτερος ἀπὸ τὰ παιδιά.
Καθὼς τραβοῦσε ὅμως τὸ κομμάτι τοῦ φτωχοῦ, γιὰ νὰ κόψει τὸ δικό μου, τὸ χρυσὸ φλουρὶ κύλησε στὸ τραπεζομάντιλο. Τὸ κόψιμο τῆς πίτας σταμάτησε. Κοιτάζαμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο κι ὁ πατέρας ὅλους μας.
-Ποιανοῦ εἶναι τώρα τὸ φλουρί; εἶπε ἡ μητέρα μου. Τοῦ φτωχοῦ ἢ τοῦ Πέτρου; Ἐγὼ λέω πῶς εἶναι τοῦ Πέτρου.
Ἡ καημένη ἡ μητέρα! Τὸ εἶχε καημὸ νὰ πέσει σ᾿ ἐμένα.
-Οὔτε τοῦ φτωχοῦ εἶναι, εἶπε ὁ πατέρας μου, οὔτε τοῦ Πέτρου. Τὸ σωστὸ σωστό. Τo φλουρὶ μοιράστηκε. Ἦταν ἀνάμεσα στὰ δυὸ κομμάτια. Καθὼς τὰ χώρισα μὲ τὸ μαχαῖρι, ἔπεσε κάτω. Τὸ μισὸ λοιπὸν εἶναι τοῦ φτωχοῦ, τὸ μισὸ τοῦ Πέτρου.
- Καὶ τί θὰ γίνει τώρα; ρώτησε στενοχωρημένη ἡ μητέρα μου.
- Τί θὰ γίνει;... Συλλογιζόμαστε κι ἐμεῖς.
- Μὴν πονοκεφαλᾶτε, εἶπε ὁ πατέρας. Ἄνοιξε τὸ πορτοφολάκι του, ἔβγαλε ἀπὸ μέσα δυὸ μισὲς χρυσὲς λίρες (τὸ χρυσάφι δὲν εἶχε κρυφτεῖ ἀκόμα) καὶ τὶς ἀκούμπησε στὸ τραπέζι.
- Νά, τί θὰ γίνει. Αὐτὴ φυλάξτε τη, νὰ τὴ δώσετε στον πρῶτο ζητιάνο, ποὺ θὰ χτυπήσει τὴν πόρτα μας. Εἶναι ἢ τύχη του. Ἡ ἄλλη μισὴ εἶναι τοῦ Πέτρου. Καὶ μοῦ τὴν ἔδωσε.
- Καλορίζικη! Καὶ τοῦ χρόνου, παιδί μου! Εἶσαι εὐχαριστημένος;
Ἤμουν καὶ μὲ τὸ παραπάνω. Ἡ ἰδέα μάλιστα πὼς είχα συντροφέψει μὲ τὸ φτωχὸ μὲ διασκέδαζε.
- Θὰ τοῦ τὴ δώσω ἐγὼ μὲ τὸ χέρι μου, εἶπα καὶ γελούσαμε ὅλοι μὲ τὴν παράξενη τύχη μου.
Τὰ ἄλλα παιδιὰ μὲ πείραζαν. Ὁ σύντροφος τοῦ φτωχοῦ. Μονάχα ὁ πατέρας μου δὲ γελοῦσε.
Ἐκεῖνος μὲ τράβηξε κοντά του, μὲ φίλησε καὶ μοῦ εἶπε:
- Μπράβο σου! Εἶσαι καλὸ παιδί.
Τὸ ἄλλο πρωί, μόλις ξυπνήσαμε, χτύπησε ἡ πόρτα. Κάτι μοῦ ἔλεγε πὼς ἦταν ζητιάνος, ποὺ ἔφτανε βιαστικὸς νὰ πάρει τὸ μερίδιό του. Ἔτρεξα στὴν πόρτα μὲ τὴ μισὴ λίρα. Ἦταν ἕνας γέρος φτωχός, μὲ κάτασπρη γενειάδα, γυρτὸς ἀπὸ τὰ χρόνια, καὶ τρέμοντας ἀπὸ τὸ κρύο μουρμούριζε εὐχές.
- Πάρε, παππού, τοῦ εἶπα. Ὁ γέρος, ποὺ δὲν ἔβλεπε καλὰ καὶ τοῦ εἶχε γυαλίσει, φαίνεται, παράξενα ἀπὸ τὰ χρονιὰ τὸ χρυσὸ νόμισμα, τὸ ἔφερε κοντὰ στὰ μάτια του, γιὰ νὰ τὸ κοιτάξει καλύτερα. Δὲν μποροῦσε νὰ πιστέψει πὼς κρατοῦσε χρυσάφι στὰ χέρια του, τὸν καιρὸ ἐκεῖνο, ποὺ ὅλοι ἔδιναν στοὺς φτωχοὺς δίλεπτα καὶ μονόλεπτα.
- Τί εἶναι αὐτό, παιδάκι μου; μὲ ρώτησε.
-Μισὴ λίρα εἶναι, παππού, τοῦ εἶπα. Πάρε την, δική σου εἶναι.
Ὁ καημένος δὲν ἤθελε νὰ τὸ πιστέψει. Μήπως ἔκαμες λάθος, παιδάκι μου; Γιὰ ρώτησε τοὺς γονεῖς σου.
Τοὺ ἐξήγησα μὲ τί τρόπο εἴχαμε μοιραστεῖ τὸ φλουρὶ τῆς βασιλόπιτας. Ὁ γέρος ἔτρεμε ἀπὸ τὴ χαρά του. Σήκωσε ψηλὰ τ᾿ ἀρρωστημένα του μάτια καὶ εἶπε:
-Ὁ Θεὸς εἶναι μεγάλος! Νὰ ζήσεις, παιδάκι μου, καὶ νὰ σὲ χαίρονται οἱ γονιοί σου. Καὶ ὁ Θεὸς νὰ σ᾿ ἀξιώσει νὰ ῾χεις πάντα ὅλα τὰ καλὰ καὶ νὰ τὰ μοιράζεις μὲ τοὺς φτωχοὺς καὶ τοὺς ἀδικημένους. Τὴν εὐχή μου νά ῾χεις!
Μοῦ ἔδωσε τὴν εὐχή του, σήκωσε πάλι ψηλὰ κατὰ τὸν οὐρανὸ τ᾿ ἀρρωστημένα του μάτια καὶ κατέβηκε μὲ τὸ ραβδί του τὴ σκάλα.


Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2015

Καλά Χριστούγεννα

Ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον Σωτήρ, ὅς ἐστιν Χριστὸς Κύριος, ἐν πόλει Δαυείδ”

Λουκά 2 : 11


Paul Gauguin 1894
Adoration of the Kings by the Renaissance, artist Jan Gossaert

Γιώργος Θέμελης, Φάτνη







































Μέσα μας γίνεται η Γέννηση.
Έξω στέκει το σχήμα της -
Μας φανερώνεται.

Εδώ που στήσαμε τη φάτνη,
Εδώ που κρεμάσανε το άστρο,
Είναι σα μια μεγάλη πέτρα -
Πέτρα υψηλή, μετέωρη.
Ένα πυκνό σημείο αιωνιότητας.

Το Βρέφος, ο Ιωσήφ και η Μαρία,
Τ' αγαθά ζώα. Οι Άγγελοι
Σταματημένοι σε μια πτήση
Ψηλά, στη σιωπή, παίζοντας όργανα.

Άρπα, κορνέτα, βιολί και φυσαρμόνικα.

Ακίνητοι σαν από πορσελάνη,
Με σιωπή απόλυτη, μουσική.

(Η Νύχτα απλώνεται σαν την ηχώ
Αυτής της μουσικής, της σιωπής,
Της μουσικής των Αγγέλων μέσα μας, έξω μας).

Αν στέκουν εδώ, πετούν εκεί,
Στον άλλο χώρο∙ αντλούν
Αίμα σκληρό απ' το αίμα μας,
Αγάπη απ' την αγάπη μας.

Παίρνουν τα όνειρά μας και τα ψηλώνουν.

Η Μόνα στέκει κοντά τους ακίνητη,
Σαν από πορσελάνη, αγγίζει τα εύθραυστα πόδια τους.

Βλέπει το αόρατο στο μαγικό καθρέφτη του ορατού.

Τι τώρα, τι πάντα.

Ω καθαρότατη ψυχή,
Άμωμη, αμόλυντη, ανυπόκριτη.

Ο χρόνος ανοίγει σαν το φεγγίτη που μας φωτίζει.

Τα παίρνουμε και τα πλαγιάζουμε
Μέσα σ' ένα κουτί να κοιμηθούν
Πάνω σε χάρτινο άχυρο να μη ραγίσουν.

Από το ποίημα Η Μόνα παίζει (1961) του Γιώργου Θέμελη

Η προσκύνηση των μάγων, Λεονάρντο Ντα Βίντσι

Οδυσσέας Ελύτης, Πολλά δε θέλει ο άνθρωπος

Πολλά δε θέλει ο άνθρωπος
να 'ν' ήμερος να 'ναι άκακος
λίγο φαΐ λίγο κρασί
Χριστούγεννα κι Ανάσταση


Γκανάς Μιχάλης,  Χριστουγεννιάτικη ιστορία

Κάθεται μόνος
και καθαρίζει τ’ όπλο του δίπλα στο τζάκι.
Κανείς δε θά ’ρθει και το ξέρει,
κλείσαν οι δρόμοι από το χιόνι, σαν πέρυσι,
σαν πρόπερσι, Χριστούγεννα και πάλι
και τα ποτά κρυώνουν στο ντουλάπι.
Το τσίπουρο στυφό, το ούζο γάλα
και το κρασί ραγίζει τα μπουκάλια.
Εκείνη τρία χρόνια πεθαμένη.

Κάθεται μόνος του δίπλα στο τζάκι,
δεν πίνει, δεν καπνίζει, δε μιλάει.
Στην τηλεόραση χιονίζει,
το στρώνει αργά στο πάτωμα και στο τραπέζι
και στις παλιές φωτογραφίες,
γνώριμα μάτια των νεκρών,
που τον κοιτάζουν απ’ το μέλλον.
Εκείνη τρία χρόνια πεθαμένη
και μόνο το δικό της βλέμμα
έρχεται από τα περασμένα.

Κοντεύουνε μεσάνυχτα
και καθαρίζει τ’ όπλο του απ’ το πρωί.
Πώς να του πω «Καλά Χριστούγεννα»,
ευχές δε φθάνουν ως εδώ,
δρόμοι κλεισμένοι, τηλέφωνα κομμένα,
η σκέψη αρπάζεται απ’ το κλαδί της μνήμης,
μα να τρυπώσει δεν μπορεί στη μοναξιά του.
Μια μοναξιά που χτίστηκε σιγά σιγά
μ’ όλα τα υλικά και δίχως λόγια.

Κοντεύουνε ξημερώματα κι ακόμη
γυαλίζει τ’ όπλο του δίπλα στο τζάκι
με αργές κινήσεις σα να το χαϊδεύει.
Μένει στα δάχτυλα το λάδι
αλλά το χάδι χάνεται.
Θυμάται κυνηγετικές σκηνές
με αγριογούρουνα και χιόνια ματωμένα,
πριν γίνει θήραμα κι ο ίδιος
στην μπούκα ενός κρυμμένου κυνηγού,
που τον παραμονεύει αθέατος
αφήνοντας να τον προδίδουν κάθε τόσο
πότε μια λάμψη κάνης,
πότε μια κίνηση στις κουμαριές
κι η μυρωδιά απ’ το βαρύ καπνό του.
Ξέρει καλά ότι κρατάει
μακρύκανο παλιό μπροστογεμές
γεμάτο σκάγια και μπαρούτι μαύρο.
Όταν αποφασίσει να του ρίξει
δε θα προλάβει πάλι να τον δει
πίσω απ’ το σύννεφο της ντουφεκιάς του.

Αν σκέφτεται στ’ αλήθεια κάτι τέτοια,
και δεν τον τιμωρώ εγώ μ’ αυτές τις σκέψεις,
πώς να πλαγιάσει και να κοιμηθεί.
Λέω να γίνω πατέρας του πατέρα μου,
ένας πατέρας που του έτυχε
σιωπηλό και δύστροπο παιδί,
και να του πω μια ιστορία
για να τον πάρει ο ύπνος.

Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά πάρε και τον πατέρα...

Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά
πάρε και τον πατέρα· απ’ τις μασχάλες πιάσ’ τονε
σα νά ’ταν λαβωμένος. Όπου πηγαίνεις τα παιδιά
εκεί περπάτησέ τον, με το βαρύ αμπέχωνο
                         στις πλάτες του ν’ αχνίζει.

Δώσ’ του κι ένα καλό σκυλί
και τους παλιούς του φίλους, και ρίξε χιόνι ύστερα
άσπρο σαν κάθε χρόνο. Να βγαίνει η μάνα να κοιτά
από το παραθύρι, την έγνοια της να βλέπουμε
στα γαλανά της μάτια, κι όλοι να της το κρύβουμε
                          πως είναι πεθαμένη.

Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά
πάρε κι εμάς μαζί σου, με τους ανήλικους γονείς,
παιδάκια των παιδιών μας. Σε στρωματσάδα ρίξε μας
μια νύχτα του χειμώνα, πίσω απ’ τα ματοτσίνορα
ν’ ακούμε τους μεγάλους, να βήχουν, να σωπαίνουνε,
να βλαστημούν το χιόνι. Κι εμείς να τους λυπόμαστε
που γίνανε μεγάλοι και να βιαζόμαστε πολύ
να μοιάσουμε σ’ εκείνους, να δούν πως μεγαλώσαμε
                          να παρηγορηθούνε.

(από το Γυάλινα Γιάννενα, Καστανιώτης 1989)Οδυσσέας Ελύτης