ΟΡΦΟΥΛΑ! Ε, μορφούλα! Πού είσαι κυρά μου; Ψίνα, ψιψίνα μου!
τι θα φάμε σήμερα; Η γριά Λασκαρού έκραζε τη γάτα της βραχνά, αν και δεν την
έβλεπε στο σπίτι. Μόλις έφεγγε, άδειο, παγωμένο ήτανε το σπίτι, ισόγειο, όλο
ένα χώρισμα, με τα φτωχικά του τα συγύρια αραδιαστά τριγύρω. Κι η Λασκαρού,
διπλωμένη μες στα παλιοσκούτια της, πλάι στη σβηστή γωνιά, δε σπάραζε. Το
ξέθωρό της πρόσωπο, με την τριπλοτυλιγμένη μαντήλα στο κεφάλι, καθώς το ’χε
γυρμένο κατά τη γωνιά κι έβλεπε με μάτια ακίνητα τη στάχτη σβησμένη, φάνταζε
παράξενα και τρόμαζε μες στ’ αυγινό μισόθαμπο.
Μα κάποτε σείστηκε η γριά σιγά-σιγά. Σείστηκε κι ανασηκώθηκε και γύρισε το πρόσωπο, με το στανιό, κι είδε κατά την κλεισμένη πόρτα.
— Μορφούλα, κόρη μου καλή, πού είσαι; ρώτησε πάλι.
Και πιάστηκε από της γωνιάς το γύρο, κι έβαλε αγώνα χέρια, γόνατο και στάθηκε στα πόδια της. Και κίνησε ύστερα σκυφτή κατά την πόρτα. Πήγε, άνοιξε την πόρτα κι έκραξε πάλι. Της γάτας το νιαούρισμα που ’ταν γριά κι αυτή και μαδημένη, έφτασε μέσ’ από το περιβόλι και τα ξερόδεντρα του περιβολιού, τα λίγα που απομένανε για τη φωτιά κι αυτά και της γριάς τη ζέστα. Κι ήρθε η γατούλα κλαίοντας παραπονιάρικα και στάθηκε κοντά στα πόδια της κυράς της, στο μοναχικό σκαλί της πόρτας, το λειωμένο από τα χρόνια.
— Μορφούλα, τι θα φάμε σήμερα, τι έφερες;
Η γάτα απάντησε με το παράπονο της, κι έσκυψε πιο πολύ η γριά κι είδε στην πέτρα απάνου ένα ψάρι αποθεμένο. Το ’χε φέρει η γάτα η Μορφούλα.
Ήταν ένας κοβιός μεγάλος, και τον πήρε η Λασκαρού και μπήκε στο σπίτι, με τη γάτα μπρος κι ολόρθη την ουρά της παίζοντας.
Αυτό θα ήτανε της μέρας το φαΐ και για τους δύο τους. Ήτανε κι η Μορφούλα γέρικη πολύ. Δε χρειαζότανε μεγάλα πράματα για το φαΐ της. Λίγα ψαροκόκαλα της φτάνανε.
Το κυνήγι της το καθημερινό ήτανε πάντα ένα ψάρι, όμως πάντα πετρόψαρο. Κι η γριά Λασκαρού το περίμενε πια ταχτικό κι απ’ αυτό κρεμούσε την ελπίδα της θροφής της, την καθημερινή.
Βράδυ νωρίς, πριν πέσει στο ξερόστρωμα και πριν κλείσει την παλιόπορτά της, συνήθιζε η γριά Λασκαρού, μ’ όλη την αγάπη που ’χε της Μορφούλας — κι είχε την ανάγκη να τη ζεσταίνει στον ύπνο η συντροφιά της κιόλας — άνοιγε και την έβγαζε έξω.
Ήταν άπονο αυτό που ’κανε, μα πάλι πώς θα ζούσανε; Την έσπρωχνε όξω με το πόδι μαλακά τη Μορφούλα και της έλεγε:
— Σύρε, μορφούλα, σύρ’ εσύ, καλή μου ψίνα μου, κυρά μου, σύρε να φέρεις τίποτα... Δεν έχουμε αύριο να φάμε καψερούλα και θα μείνεις νηστική κι εσύ.
Η γάτα απ’ όξω έμενε και παρακαλούσε κάμποσο. Ύστερα ξεμάκραινε σιγά-σιγά η φωνή της και χανότανε μες στα σκοτάδια και μες στης θάλασσας τα μουγκρητά. Και την αυγή, να ’το ένα ψάρι στο σκαλί αφησμένο πάλι. Και δεν το ’τρωγε η Μορφούλα. Δεν το πείραζε καθόλου. Ίσως έτρωγε άλλο πριν το φέρει το κυνήγι της αυτό στο σπίτι. Μα πάλι μπορεί να ήτανε μόνο αυτό, και το ’φερνε ίσα στην κυρά της, άγγιχτο.
Πώς γινότανε τέτοιο πράμα τ’ απορούσε η γειτονιά κι η χώρα η μισογκρεμισμένη. Μα η γριά διόλου δεν το ρωτούσε. Νομίζαν οι άλλοι στην αρχή πως η γάτα η Μορφούλα πήγαινε στην αγορά και τα ’κλεβε τα ψάρια. Μα η Αμέρσα, η πιο κοντινή γειτόνισσα, μαλωμένη με την Λασκαρού από χρόνια, παραφύλαγε τη γάτα κι έβλεπε πως τα ’φερνε τα ψάρια από το γιαλό. Την ακολουθούσε ίσαμε τα σκόρπια βράχια, πλάι στο παλιό λιμάνι, που κάναν ένα πλήθος ήσυχα κορφάκια εκεί, κι όλα αντάμα κάναν ένα πεζονήσι απότομο. Κι εκεί την έχανε τη Μορφούλα. Στο τέλος την παράτησε, βέβαιη πια πως η γάτα τα ’βγαζε τα ψάρια από τη θάλασσα.
Τότε η Αμέρσα έφερε γύρα τις γειτόνισσες και τα παράστησε όλα με το Νι και με το Σίγμα, και με θάμασμα τρανό!
Και το ’μαθε όλη η χώρα τι και πώς η γάτα της γριάς Λασκαρούς πήγαινε και ψάρευε τη νύχτα στο γιαλό. Έπιανε μια θέση στο γιαλό και στεκόταν άσειστη σαν πέτρα ανάμεσα στις άλλες πέτρες τις ακίνητες εκεί, και περίμενε ώρες άσειστη. Κι η πείνα βέβαια την οδήγησε κει πέρα και της έδειξε τον τρόπο αυτόν. Και καθώς ζύγωναν οι κοβιοί και τ’ άλλα τα πετρόψαρα και φέρνανε τη μούρη τους ως την κορυφή και γυρεύανε να βρούνε το πιο παχύ χορτάρι, εκεί πού το νερό πάει ανάλαφρο και παιχνιδίζει με τις πέτρες, χραπ! το νύχι της Μορφούλας τ’ αρπάζει.
Η ίδια η γριά Λασκαρού θα μπορούσε να το πει και να το μαρτυρήσει πως τα ψάρια που της έφερνε η Μορφούλα δεν ήτανε κλεμμένα — τόσο φρέσκα, μισοζώντανα, καμιά φορά και ζωντανά. Μα η Λασκαρού δε συλλογιόταν τίποτα κακό για τη Μορφούλα ούτε και συλλογιόταν τίποτ’ άλλο. Είχε αλαλογήσει κι όλα λίγο. Έμοιαζε λωλή καθώς έβγαινε στο περιβόλι κι έστηνε ψιλή κουβέντα με τη γάτα της. Γιατί όπως γύριζε στο περιβόλι και μαχότανε να κόψει κανένα ξεροκλάδι από τα παλιόδεντρα —χειμώνας που ’ταν τώρα— και να σκίσει κανένα σανίδι από σεντούκι σάπιο, αχρείαστο, ή να βγάλει λαχανάκι από τον κήπο το λιγόσπαρτο, η γάτα εκεί κοντά της, η Μορφούλα τη συντρόφευε και της αποκρινότανε με το νιαούρισμα της, σ’ όσα εκείνη της λαλούσε λόγια ανόητα, λόγια λωλά. Ύστερα την ακολουθούσε στη γωνιά που άναβε τη φωτίτσα κι έβανε να ψήσει το φαΐ, της Μορφούλας το κυνήγι. Και το μοιράζονταν ύστερα οι δύο τους σα δύο φίλοι αγαπημένοι που ήτανε, χωρίς ψωμάκι κιόλας το συχνότερο.
Χωρίς ψωμάκι αλήθεια τώρα τελευταία, αφού ο άχαρος ο γέροντας της Λασκαρούς έπαψε να της στέλνει τα ταχτικό μηνιάτικο στο ξερονήσι. Γιατί τον έφαγε κι αυτόν η θάλασσα στερνά. Η Λασκαρού ήτανε πολύ περήφανη και δεν ζητούσε ούτε καταδεχότανε. Θα πέθαινε νηστικιά — τα ξέραν όλοι, αλλά δε θα ’βγαινε όξω τον πόνο και την πείνα της να πει.
Μα κάποτε σείστηκε η γριά σιγά-σιγά. Σείστηκε κι ανασηκώθηκε και γύρισε το πρόσωπο, με το στανιό, κι είδε κατά την κλεισμένη πόρτα.
— Μορφούλα, κόρη μου καλή, πού είσαι; ρώτησε πάλι.
Και πιάστηκε από της γωνιάς το γύρο, κι έβαλε αγώνα χέρια, γόνατο και στάθηκε στα πόδια της. Και κίνησε ύστερα σκυφτή κατά την πόρτα. Πήγε, άνοιξε την πόρτα κι έκραξε πάλι. Της γάτας το νιαούρισμα που ’ταν γριά κι αυτή και μαδημένη, έφτασε μέσ’ από το περιβόλι και τα ξερόδεντρα του περιβολιού, τα λίγα που απομένανε για τη φωτιά κι αυτά και της γριάς τη ζέστα. Κι ήρθε η γατούλα κλαίοντας παραπονιάρικα και στάθηκε κοντά στα πόδια της κυράς της, στο μοναχικό σκαλί της πόρτας, το λειωμένο από τα χρόνια.
— Μορφούλα, τι θα φάμε σήμερα, τι έφερες;
Η γάτα απάντησε με το παράπονο της, κι έσκυψε πιο πολύ η γριά κι είδε στην πέτρα απάνου ένα ψάρι αποθεμένο. Το ’χε φέρει η γάτα η Μορφούλα.
Ήταν ένας κοβιός μεγάλος, και τον πήρε η Λασκαρού και μπήκε στο σπίτι, με τη γάτα μπρος κι ολόρθη την ουρά της παίζοντας.
Αυτό θα ήτανε της μέρας το φαΐ και για τους δύο τους. Ήτανε κι η Μορφούλα γέρικη πολύ. Δε χρειαζότανε μεγάλα πράματα για το φαΐ της. Λίγα ψαροκόκαλα της φτάνανε.
Το κυνήγι της το καθημερινό ήτανε πάντα ένα ψάρι, όμως πάντα πετρόψαρο. Κι η γριά Λασκαρού το περίμενε πια ταχτικό κι απ’ αυτό κρεμούσε την ελπίδα της θροφής της, την καθημερινή.
Βράδυ νωρίς, πριν πέσει στο ξερόστρωμα και πριν κλείσει την παλιόπορτά της, συνήθιζε η γριά Λασκαρού, μ’ όλη την αγάπη που ’χε της Μορφούλας — κι είχε την ανάγκη να τη ζεσταίνει στον ύπνο η συντροφιά της κιόλας — άνοιγε και την έβγαζε έξω.
Ήταν άπονο αυτό που ’κανε, μα πάλι πώς θα ζούσανε; Την έσπρωχνε όξω με το πόδι μαλακά τη Μορφούλα και της έλεγε:
— Σύρε, μορφούλα, σύρ’ εσύ, καλή μου ψίνα μου, κυρά μου, σύρε να φέρεις τίποτα... Δεν έχουμε αύριο να φάμε καψερούλα και θα μείνεις νηστική κι εσύ.
Η γάτα απ’ όξω έμενε και παρακαλούσε κάμποσο. Ύστερα ξεμάκραινε σιγά-σιγά η φωνή της και χανότανε μες στα σκοτάδια και μες στης θάλασσας τα μουγκρητά. Και την αυγή, να ’το ένα ψάρι στο σκαλί αφησμένο πάλι. Και δεν το ’τρωγε η Μορφούλα. Δεν το πείραζε καθόλου. Ίσως έτρωγε άλλο πριν το φέρει το κυνήγι της αυτό στο σπίτι. Μα πάλι μπορεί να ήτανε μόνο αυτό, και το ’φερνε ίσα στην κυρά της, άγγιχτο.
Πώς γινότανε τέτοιο πράμα τ’ απορούσε η γειτονιά κι η χώρα η μισογκρεμισμένη. Μα η γριά διόλου δεν το ρωτούσε. Νομίζαν οι άλλοι στην αρχή πως η γάτα η Μορφούλα πήγαινε στην αγορά και τα ’κλεβε τα ψάρια. Μα η Αμέρσα, η πιο κοντινή γειτόνισσα, μαλωμένη με την Λασκαρού από χρόνια, παραφύλαγε τη γάτα κι έβλεπε πως τα ’φερνε τα ψάρια από το γιαλό. Την ακολουθούσε ίσαμε τα σκόρπια βράχια, πλάι στο παλιό λιμάνι, που κάναν ένα πλήθος ήσυχα κορφάκια εκεί, κι όλα αντάμα κάναν ένα πεζονήσι απότομο. Κι εκεί την έχανε τη Μορφούλα. Στο τέλος την παράτησε, βέβαιη πια πως η γάτα τα ’βγαζε τα ψάρια από τη θάλασσα.
Τότε η Αμέρσα έφερε γύρα τις γειτόνισσες και τα παράστησε όλα με το Νι και με το Σίγμα, και με θάμασμα τρανό!
Και το ’μαθε όλη η χώρα τι και πώς η γάτα της γριάς Λασκαρούς πήγαινε και ψάρευε τη νύχτα στο γιαλό. Έπιανε μια θέση στο γιαλό και στεκόταν άσειστη σαν πέτρα ανάμεσα στις άλλες πέτρες τις ακίνητες εκεί, και περίμενε ώρες άσειστη. Κι η πείνα βέβαια την οδήγησε κει πέρα και της έδειξε τον τρόπο αυτόν. Και καθώς ζύγωναν οι κοβιοί και τ’ άλλα τα πετρόψαρα και φέρνανε τη μούρη τους ως την κορυφή και γυρεύανε να βρούνε το πιο παχύ χορτάρι, εκεί πού το νερό πάει ανάλαφρο και παιχνιδίζει με τις πέτρες, χραπ! το νύχι της Μορφούλας τ’ αρπάζει.
Η ίδια η γριά Λασκαρού θα μπορούσε να το πει και να το μαρτυρήσει πως τα ψάρια που της έφερνε η Μορφούλα δεν ήτανε κλεμμένα — τόσο φρέσκα, μισοζώντανα, καμιά φορά και ζωντανά. Μα η Λασκαρού δε συλλογιόταν τίποτα κακό για τη Μορφούλα ούτε και συλλογιόταν τίποτ’ άλλο. Είχε αλαλογήσει κι όλα λίγο. Έμοιαζε λωλή καθώς έβγαινε στο περιβόλι κι έστηνε ψιλή κουβέντα με τη γάτα της. Γιατί όπως γύριζε στο περιβόλι και μαχότανε να κόψει κανένα ξεροκλάδι από τα παλιόδεντρα —χειμώνας που ’ταν τώρα— και να σκίσει κανένα σανίδι από σεντούκι σάπιο, αχρείαστο, ή να βγάλει λαχανάκι από τον κήπο το λιγόσπαρτο, η γάτα εκεί κοντά της, η Μορφούλα τη συντρόφευε και της αποκρινότανε με το νιαούρισμα της, σ’ όσα εκείνη της λαλούσε λόγια ανόητα, λόγια λωλά. Ύστερα την ακολουθούσε στη γωνιά που άναβε τη φωτίτσα κι έβανε να ψήσει το φαΐ, της Μορφούλας το κυνήγι. Και το μοιράζονταν ύστερα οι δύο τους σα δύο φίλοι αγαπημένοι που ήτανε, χωρίς ψωμάκι κιόλας το συχνότερο.
Χωρίς ψωμάκι αλήθεια τώρα τελευταία, αφού ο άχαρος ο γέροντας της Λασκαρούς έπαψε να της στέλνει τα ταχτικό μηνιάτικο στο ξερονήσι. Γιατί τον έφαγε κι αυτόν η θάλασσα στερνά. Η Λασκαρού ήτανε πολύ περήφανη και δεν ζητούσε ούτε καταδεχότανε. Θα πέθαινε νηστικιά — τα ξέραν όλοι, αλλά δε θα ’βγαινε όξω τον πόνο και την πείνα της να πει.
Τα ’ξερε αυτά κι η Αμέρσα πιο καλά από κάθε άλλον. Ήταν η πιο κοντινή γειτόνισσα, αν και πλήθος άλλα σπίτια κατάκλειστα ρημάδια πια, χωρίζαν το δικό της απ’ της Λασκαρούς το σπίτι. Έτσι ήταν όλη η χώρα αριά κατοικημένη μ’ όλα τα σπίτια τα πολλά και τ’ αρχοντόσπιτα.
Ήταν από χρόνια η Αμέρσα μαλωμένη με τη Λασκαρού. Μίση οικογενειακά, συφέροντα παλιά... Μα τώρα τι χρειαζόντανε τα μίση, αφού σβήσανε και τα συφέροντα και πάνε; Πάλι να σηκωθεί να πάει στη Λασκαρού και να φιλιώσει, αυτά δεν τ’ αποφάσιζε η Αμέρσα. Την ήξερε καλά τη Λασκαρού, κι ήξερε και τον ίδιο τον εαυτό της. Όμως η συφορά της Λασκαρούς τη λύγισε, της γλύκανε το περασμένο της φαρμάκι. Μα και πάλι δεν ήθελε να δείξει την αδυναμία της. Ήτανε ψυχή κλειστή η Αμέρσα, όπως όλες οι νησιώτισσες κι όλοι οι νησιώτες εκεί πέρα. Τι να κάνει; Έπαιρνε άλλη μια γειτόνισσα, μια πονηρούλα από το παραπέρα σπίτι, την Κατερινιώ, και πήγαιναν και παραφυλάγαν όξω από της Λασκαρούς το περιβόλι. Τα Χριστούγεννα ήτανε κοντά. Ξεροβόρι άγριο φυσούσε τις τελευταίες μέρες. Η χώρα έβλεπε βορεινά και την έπιανε το κύμα άσκημα. Η Μορφούλα έφτασε μιαν αυγή από το γιαλό, με χωρίς τίποτα στο στόμα, και νιαούριζε στην πόρτα της κυράς της.
— Κοίταξε, είπε η Αμέρσα. Σήμερα δεν ψάρεψε η Μορφούλα. Με τέτοιον αγριόκαιρο...
— Τι θα φάνε σήμερα οι δύο τους οι κακόμοιροι; Να ’χουνε τίποτα τάχα; είπε η Κατερινιώ.
—Καρτέρα μια στιγμή, είπε η Αμέρσα. Έφυγε και γύρισε μ’ ένα φελί ψωμί σπιτίσιο.
—Ψίνα, Μορφούλα, έκραξε σιγά η Αμέρσα.
Πήγε η Μορφούλα και στάθηκε στη ρίζα του τοίχου, κάτω από τις γυναίκες, και νιαούρισε γλυκά. Οι δύο αυτές, αφού της ρίξανε ένα κομματάκι και την καλόπιασαν, ύστερα της πέταξαν όλο τα φελί. Τις κοίταξε καλά-καλά η Μορφούλα, κοίταξε και το ψωμί, το μύρισε, το πήρε με τα δόντια της και πήγε και τ’ απόθεσε με προσοχή στο σκαλί επάνω και νιαούρισε.
—- Πού είσαι, Μορφούλα, ψίνα;... Μπα, εδώ είσαι καλή μου; Σήμερα τίποτα δεν έφερες; Πού είναι το κυνήγι σου; Ξέρω, φυσούσε απόψε... Μα τώρα τι θα φας; Εμένα δε με μέλει, κακομοίρα, μα για σένα λέω... Σύρε, φεύγα από κοντά μου, δε θέλω να σε βλέπω παλιόγατα. θα μείνεις νηστική. Μα τι είναι αυτό; Ψωμί έφερες, ψιψίνα μου; Έκαμες καλύτερα. Είχαμε τρεις μέρες ν’ αγγίξουμε ψωμί στο στόμα... Έτσι να φέρνεις ψίνα μου και καμιά φορά λίγο ψωμάκι, όχι μονάχα ψάρια... Και χωρίς αλάτι κιόλας τα βαρέθηκα... καμιά φορά και λίγο τυράκι... όχι ακόμα, είναι Σαρακοστή... Έλα, μέσα τώρα, Μόρφω μου, καλή νοικοκυρά μου.
Ούτε και ρώτησε πού το ’βρε το ψωμί η Μορφούλα. Την άλλη μέρα πήγε η Κατερινιώ κι άφησε άλλο ένα κομμάτι ψωμί στην πόρτα της γριάς. Άφησε και λίγο τυρί.
— Μη, της είπε Αμέρσα, θα μας καταλάβει κι ύστερα θα τα πετάξει όλα άμα νιώσει πως τα βάνουμε...
Η Αμέρσα φύλαγε τη θέση της εκεί συχνά πίσω από τον τοίχο. Μια μέρα πέρασε η Μορφούλα κρατώντας ένα ολάκερο χταπόδι ζωντανό. Την έσκιαξε τη γάτα και την έκανε να τ’ αφήσει από το στόμα της. Έκοψε τα μισό, το χτύπησε, τ’ αλάτισε και το ξανάδωσε της γάτας πάλι.
— Ακούς παράξενο; έλεγε. Πώς μπόρεσε και το ’πιασε; Πού το’ βρε;
— Θα το πέτυχε στη ρήχη, είπε η Κατερινιώ, και το θαλάμι του θα ’τανε ψηλά. Ύστερα πώς να την τσακώσει τη Μορφούλα; Οι πλόκαμοί του δεν κολλούνε στο μαλλί της. Ακούς αλήθεια εκεί.
— Άπιστο πράμα.
— Ναι, η καημένη, μα πώς θα το φάει, Έχει και φωτιά;
— Καλά λες, είπε η Αμέρσα. Στάσου να δεις αύριο τι θα κάμω.
Την άλλη μέρα, απόγιομα, φύλαγαν πάλι οι δύο γυναίκες ώσπου είδαν τη γριά να βγαίνει και να γυρίζει στο περιβόλι με τη γάτα της και να μιλεί.
— Σήμερα, το κατάλαβες Μορφούλα μου, πως δεν έχω πια ξύλα, μήτε σπίρτα και μου το ’φερες ψημένο το χταπόδι ε; Πονηρή, καλή μου ψίνα μου, νοικοκυρά μου εσύ, όλα τα φροντίζεις... Ξέρεις πως είναι και Σαρακοστή. Μεθαύριο έχομε και Χριστούγεννα, κυρά μου. Πάμε μέσα τώρα — θα μου πείνασες λιγάκι, πάμε..; Κρύο κάνει. Έχουμε λίγο χταπόδι... Και ψωμί... Και το τυρί θα το φυλάξουμε για τη γιορτή, μεθαύριο. Πάμε.
Δάκρυσαν οι γυναίκες. Την παραμονή λησμονήσανε τη Λασκαρού, δοσμένες στις δουλειές και τις ετοιμασίες τού σπιτιού τους. Το πρωί όμως τη θυμήθηκε η Αμέρσα. Μπήκε σαν κλέφτρα, πρώτη φορά ύστερα από χρόνια, στο περιβόλι, και πήγε κι άφησε στην πόρτα της ένα κομμάτι ψωμί, και τόλμησε κι ένα κοψίδι ψητό κρέας.
Μα όλη μέρα, Χριστούγεννα, η Μορφούλα ανήσυχη, θρηνούσε απ’ όξω από το σπίτι. Τ’ απομεινάρια του φαγιού ήτανε κει — σημάδι πως τα ’χε φάει η γάτα. Τότε ανησύχησε η Αμέρσα. Κάλεσε την Κατερινιώ κι άλλες γειτόνισσες κι αποφάσισαν και χτυπήσανε της Λασκαρούς την πόρτα. Όμως κανένας δεν τους αποκρίθηκε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου