γεννήθηκε σαν σήμερα 30 Ιουνίου
ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΥΡΙΒΗΛΗΣ (1890- 1969)
Ο Στρατής Μυριβήλης (πραγματικό όνομα Ευστράτιος Σταματόπουλος) γεννήθηκε στη Συκαμιά της Λέσβου, πρωτότοκος γιος του Χαράλαμπου Σταματόπουλου και της Ασπασίας το γένος Γεωργιάδη. Φοίτησε στην Αστική Σχολή Συκαμιάς και στη συνέχεια στο Γυμνάσιο Μυτιλήνης, από όπου αποφοίτησε το 1910. Το 1912 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο, εργαζόμενος παράλληλα ως συντάκτης σε περιοδικά και εφημερίδες. Τις σπουδές του εγκατέλειψε σύντομα για λόγους βιοπορισμού. Κατατάχτηκε εθελοντικά το 1912 και πολέμησε στους βαλκανικούς πολέμους (όπου τραυματίστηκε στο πόδι), στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και στη Μικρασιατική εκστρατεία (ως ανθυπολοχαγός). Μετά την καταστροφή της Σμύρνης έφυγε για τη Λέσβο, όπου έζησε ως το τέλος του 1932, οπότε εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Αθήνα. Κατά τη διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου άρχισε να γράφει τη Ζωή εν τάφω και το 1920 παντρεύτηκε την Ελένη Δημητρίου, με την οποία απέκτησε δυο γιους και μια κόρη. Από το 1925 ως το 1933 στήριξε το Εργατικό Κόμμα του Α.Παπαναστασίου, τόσο από τη Λέσβο, όσο και από την Αθήνα. Στη Λέσβο συνεργάστηκε με τις εφημερίδες Σάλπιγξ, Ελεύθερος Λόγος, Καμπάνα, Ταχυδρόμος και άλλες, δημοσιεύοντας πεζογραφήματα, ποιήματα, άρθρα και χρονογραφήματα, έγινε μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του Εθνικού Συνδέσμου Ελλήνων Επιστράτων Αιγαίου και στρατεύτηκε στο κίνημα της Εθνικής Άμυνας, ενώ μετά την καταστροφή τάχθηκε υπέρ της Στρατιωτικής Επανάστασης. Στην Αθήνα συνεργάστηκε με εφημερίδες όπως η Καθημερινή, η Εθνική, η Ακρόπολις, η Πρωία, η Απογευματινή, η Ελευθερία και περιοδικά όπως ο Θεατής, η Νέα Εστία, η Ελληνική δημιουργία, ο Ακρίτας, τα Στρατιωτικά Νέα. Εργάστηκε επίσης στο Ραδιοφωνικό Σταθμό Αθηνών, στη Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων (από όπου απολύθηκε το 1955 με το βαθμό του Διευθυντή Α’ τάξεως, έχοντας συμπληρώσει το όριο ηλικίας). Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου δήλωσε ανοιχτά την αντίθεσή του προς την κομμουνιστική ιδεολογία. Υπήρξε μέλος της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, της Ακαδημίας Αθηνών (εκλέχτηκε το 1958 μετά από πέντε υποψηφιότητες που απορρίφθηκαν) και τιμητικό μέλος του Διεθνούς Ινστιτούτου Γραμμάτων και Τεχνών. Τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας (1940 για το Γαλάζιο βιβλίο) και το Σταυρό του Ταξιάρχη του Βασιλικού Τάγματος του Γεωργίου Α΄ (1959). Πέθανε άρρωστος από βρογχοπνευμονία στο νοσοκομείο του Ευαγγελισμού στην Αθήνα. Η πρώτη εμφάνιση του Στρατή Μυριβήλη στο χώρο της λογοτεχνίας σημειώθηκε το 1915 με τη συλλογή διηγημάτων Κόκκινες ιστορίες. Στα πρώτα του βήματα συνδέθηκε με τη λογοτεχνική γενιά του 1920, η οποία δέχτηκε έντονη την επίδραση του Κωστή Παλαμά των κοινωνικοπολιτικών γεγονότων των αρχών του αιώνα (Ελληνοτουρκικός Πόλεμος του 1897, Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, Μικρασιατική Καταστροφή). Σύντομα ωστόσο αποδεσμεύθηκε από την απαισιόδοξη κοσμοθεωρία των συγχρόνων του και αναδείχθηκε ως ένας από τους μεγαλύτερους αντιμιλιταριστές συγγραφείς της Ευρώπης και πρόδρομος της γενιάς του Τριάντα. Σταθμό στην πρώτη αυτή φάση της δημιουργίας του αποτέλεσε η Ζωή εν Τάφω, που εγκαινίασε τη σύγχρονη ελληνική αντιπολεμική λογοτεχνία. Το έργο Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια (1932) αντιμετωπίστηκε από την κριτική ως μεταβατικό στάδιο προς τη δεύτερη περίοδο της συγγραφικής του δραστηριότητας (1933-1949), στην οποία κυριαρχεί η τάση προς άρνηση του παρόντος και στροφή προς την παιδική ηλικία, τάση που άσκησε επιρροή και στο γλωσσικό και υφολογικό πεδίο του έργου του. Από τη δεύτερη αυτή περίοδο αναφέρουμε το μυθιστόρημά του η Παναγιά η Γοργόνα. Τέλος στην τρίτη περίοδο του έργου του (1949-1969) ο Μυριβήλης στράφηκε προς μια ποικιλία θεμάτων, στόχων και εκφραστικών μέσων. Εδώ εντάσσονται οι συλλογές διηγημάτων του Το πράσινο βιβλίο , Το γαλάζιο βιβλίο, Το κόκκινο βιβλίο και Το βυσσινί βιβλίο.Εργογραφία
Συλλογές διηγημάτων
· Κόκκινες
ιστορίες, 1915
· Διηγήματα,
1928
· Το
πράσινο βιβλίο, 1936
· Το
γαλάζιο βιβλίο, 1939
· Το
κόκκινο βιβλίο, 1952
· Το
βυσσινί βιβλίο, 1959
Μυθιστορήματα
· Η
ζωή εν τάφω (μυθιστόρημα), 1924 α' έκδοση, 1930 β' έκδοση με διαφοροποιήσεις
και προσθήκες
· Η
δασκάλα με τα χρυσά μάτια, 1932
· Η
Παναγιά η Γοργόνα (δημοσιεύτηκε με τίτλο Η Παναγιά η
Ψαροπούλα το 1939 σε συνέχειες. Στη συνέχεια αποσπάσματά του δημοσιεύτηκαν
σε εφημερίδες και οριστικά εκδόθηκε το 1949).
· Το
Μυθιστόρημα των Τεσσάρων (μαζί με
τους Καραγάτση, Τερζάκη, Βενέζη), 1958.
Νουβέλες
· Ο
Βασίλης ο Αρβανίτης (πρώτη μορφή 1934, δεύτερη μορφή περιλαμβάνεται
στο Γαλάζιο Βιβλίο, και οριστική μορφή το 1943/44)
· Τα
παγανά, 1945
· Ο
Παν, 1946
Άλλα έργα
· Ο
αργοναύτης (παιδικό μυθιστόρημα), 1936
· Το
τραγούδι της Γης-ελληνική συμφωνία. Λυρικό πεζογράφημα., 1937
· Μικρές
φωτιές (ποιητική συλλογή), 1942
· Ιωάννης
Γρυπάρης· Σκαραβαίοι και Τερρακότες (διάλεξη της 11ης/4/1943 στο θέατρο
Κυβέλη), 1943
· Το
Πνεύμα της 28ης Οκτωβρίου (δοκίμιο), 1945
· Απ'
την Ελλάδα (ταξιδιωτικό), 1954
· Μιλάμε
για την Τέχνη (δοκίμιο), 1958
· Το
λογοτεχνικό τέταρτο (δοκίμιο - εκπομπές από ραδιόφωνο), 1962
· Αγνάντεμα
Α: Ο Παλαμάς στη ζωή μου (δοκίμιο), 1963
· Πτερόεντα (χρονογράφημα),
1966
πηγή : www.wikipedia.org
Δείτε το αφιέρωμα για το Στρατή Μυριβήλη από το
Παιδαγωγικό Ινστιτούτο Κύπρου στο σύνδεσμο που ακολουθεί : http://paragoges.pi.ac.cy/?video=84
Στρατής Μυριβήλης, "Τροία", Μικρές φωτιές.
(Ποιήματα και τραγούδια, Αθήνα, εκδ. οίκος Ι. και Π. Ζαχαρόπουλου, 1942, σ. 25)
Κάψαμε την Τροία με τον πυρσό της Αγάπης!
Πάνω στα τείχη χόρεψαν οι φλόγες της Ελένης.
Φώτισαν τριανταφυλλιά τα νερά στο καραβοστάσι,
έλαμψε κόκκινα ο χαλκός στις περικεφαλαίες!
Πάνω στα τείχη χόρεψαν οι φλόγες της Ελένης.
Φώτισαν τριανταφυλλιά τα νερά στο καραβοστάσι,
έλαμψε κόκκινα ο χαλκός στις περικεφαλαίες!
Τώρα τα πλοία θαλασσοδέρνουνται ξυλάρμενα
ανάμεσ' από τρόμους και λαχτάρες.
Με θείαν οργή του πόντου ο Κύριος μας παιδεύει
κ' η θάλασσα μ' όλα τα θεριακά της.
ανάμεσ' από τρόμους και λαχτάρες.
Με θείαν οργή του πόντου ο Κύριος μας παιδεύει
κ' η θάλασσα μ' όλα τα θεριακά της.
Γυρίζει ο κύκλος των καιρών.
Οι Ανέμοι κυνηγούν τα κύματα,
κ' εμείς γυρεύουμε στα πέλαα την Ιθάκη
και μιαν άσπρη κλωνιά καπνό απ' το παραγώνι.
Οι Ανέμοι κυνηγούν τα κύματα,
κ' εμείς γυρεύουμε στα πέλαα την Ιθάκη
και μιαν άσπρη κλωνιά καπνό απ' το παραγώνι.
Θα βρούμε, δε θα βρούμε την Ιθάκη;
Θεός βοηθός! Όμως για πάντα
στα ταραγμένα πέλαα θα μας φέγγουν,
χορεύοντας πάνω από τις φουρτούνες,
και μες στα νεκρά μάτια των συντρόφων,
οι φλόγες οι μεγάλες από την Τροία,
οι ρόδινες οι φλόγες της Ελένης.
Θεός βοηθός! Όμως για πάντα
στα ταραγμένα πέλαα θα μας φέγγουν,
χορεύοντας πάνω από τις φουρτούνες,
και μες στα νεκρά μάτια των συντρόφων,
οι φλόγες οι μεγάλες από την Τροία,
οι ρόδινες οι φλόγες της Ελένης.
"Ο λόφος με τις παπαρούνες"
Απόσπασμα από το έργο του Σ. Μυριβήλη "Η ζωή εν τάφω"
-Γκίρτς;
-Γκίρτς.
-Κριστιάν;
-Κριστιάν.
-Ορτοντόξ;
-Ορτοντόξ.
Μας δεχτήκανε µε χαρές σχεδόν παιδιάτικες. Γελούσανε, και µεις γελούσαµε, µας χάριζαν κονσέρβες, σουγιάδες. Με τα µεγάλα τους χέρια µας χτυπούσανε στην πλάτη. Τραβούσανε και µας δείχναν από την τραχηλιά τους χρυσά, σιντεφένια σταυρουδάκια και φυλαχτάρια κρεµμασµένα µε αλυσιδίτσες. Σταυροκοπιόντανε µε τον ορθόδοξο τρόπο. -Κριστιάν ! Κριστιάν !
Φάγαµε µαζί, κουβεντιάσαµε ώρες δίχως να καταλαβαίνει γρί ο ένας απí τη γλώσσα τí αλλουνού. Όµως συνεννοηθήκαµε περίφηµα. Η αγάπη κí η όχτρα έχουνε διεθνή γλώσσα. Βρήκα κι ένα νεώτατον αξιωµατικό, λεπτοκαµωµένο σαν κορίτσι, µε µεγάλα γυαλιά και γελαζούµενα χείλη, που θυµόταν απí το σκολειό του µερικά αρχαία, τσάτρα-πάτρα. Τα µαλλιά του ήταν ξανθιά σαν του καλαµποκιού, είχε κí ένα χρυσό µουστακάκι.
-Ηµείς ρούσιαν λίαν Έλληνες αγαπώµεθαν ! Οδησσόν λίαν Έλληνες ! Λίαν !
Πήρε ύφος και µου απάγγειλε κάτι αλαµπουρνέζικα, πού, όπως µε βεβαίωσε, ήταν Όµηρος από το πρωτότυπο. Κατόπι κάµανε µια µεγάλη χορωδία και µας τραγούδησαν λαϊκά τραγούδια. Κάµποσοι τα κοµπανιάριζαν µε κάτι µακριές µπαλαλάικες πού τις σήκωναν στη ράχη σταυρωτά µε το ντουφέκι τους. ∆εν κατάλαβα τα λόγια των τραγουδιών, µα σίγουρα θα µιλούσανε για ένα δάσος χιονισµένο, για ένα χωριό χιονισµένο, που οι µπουχαρίδες των καλυβιώ του θυµιάζουνε γαλάζιον καπνό µέσα στον παγωµένον αγέρα. Ξανθιές γυναίκες µε χοντρές πλεξούδες κάθουνται πίσω από τα κλειστά τους τζάµια, µε το λευκό κούτελο ακουµπισµένο στο γυαλί. Σκουπίζουν αργά µε το δάχτυλο το αχνισµένο τζάµι και βλέπουνε στα χαµένα, µακριά, µακριά, το ρούσικο κάµπο που δεν τελειώνει παρά στα ουρανοθέµελα. Μέσα στην απέραντη πλατωσιά, ένα µονοπάτι χαραγµένο στο χιόνι από τα έλκηθρα. Ένα µονοπάτι που πήρε τα παλικάρια του χωριού και τα πήγε µακριά, µακριά, πέρα από τα σταχτιά ουρανοθέµελα. Ίσως και πέρα από τη ζωή.
Οι µορφές των τραγουδιστάδων ήταν σοβαρές, τα παιδιάτικά τους τα σλάβικα µάτια βούρκωναν. Σαν τελείωσαν το τραγούδι µείναµε πολλήν ώρα ακίνητοι µαζί τους, ταξιδεύοντας πάνω στα φτερά της µουσικής, που ενώνει τις καρδιές γιατí είναι η γλώσσα τους η πανανθρώπινη. Σαν κάµαµε τις τετράδες για να φύγουµε, οι Ρούσοι βάλανε παπαρούνες µέσα στις µπούκες των ντουφεκιών µας. Ήτανε σα µια παράξενη λιτανεία µε ατσαλένιες λαµπάδες, που στην κορφή τους άναβε η πιο χαρούµενη φλόγα.
- Αντίο ! Αντίο !
Ο πολύ νέος αξιωµατικός πετά το καπέλο του, λυγερός , σχεδόν διάφανος µέσα στο φως.
-Χαίρε, λίαν, Έλληνες ! Χαίρε ! Πόση αγάπη υπάρχει στον κόσµο ! Άφθονη σαν ποτάµι που χύνεται µέσα σí έναν κάµπο. Ανθισµένη σαν ένας λόφος κόκκινος από τις παπαρούνες, που σε φωνάζουνε να τις κόψεις. ∆εν έχεις παρά να σκύψεις να τις κόψεις.
-Γκίρτς.
-Κριστιάν;
-Κριστιάν.
-Ορτοντόξ;
-Ορτοντόξ.
Μας δεχτήκανε µε χαρές σχεδόν παιδιάτικες. Γελούσανε, και µεις γελούσαµε, µας χάριζαν κονσέρβες, σουγιάδες. Με τα µεγάλα τους χέρια µας χτυπούσανε στην πλάτη. Τραβούσανε και µας δείχναν από την τραχηλιά τους χρυσά, σιντεφένια σταυρουδάκια και φυλαχτάρια κρεµμασµένα µε αλυσιδίτσες. Σταυροκοπιόντανε µε τον ορθόδοξο τρόπο. -Κριστιάν ! Κριστιάν !
Φάγαµε µαζί, κουβεντιάσαµε ώρες δίχως να καταλαβαίνει γρί ο ένας απí τη γλώσσα τí αλλουνού. Όµως συνεννοηθήκαµε περίφηµα. Η αγάπη κí η όχτρα έχουνε διεθνή γλώσσα. Βρήκα κι ένα νεώτατον αξιωµατικό, λεπτοκαµωµένο σαν κορίτσι, µε µεγάλα γυαλιά και γελαζούµενα χείλη, που θυµόταν απí το σκολειό του µερικά αρχαία, τσάτρα-πάτρα. Τα µαλλιά του ήταν ξανθιά σαν του καλαµποκιού, είχε κí ένα χρυσό µουστακάκι.
-Ηµείς ρούσιαν λίαν Έλληνες αγαπώµεθαν ! Οδησσόν λίαν Έλληνες ! Λίαν !
Πήρε ύφος και µου απάγγειλε κάτι αλαµπουρνέζικα, πού, όπως µε βεβαίωσε, ήταν Όµηρος από το πρωτότυπο. Κατόπι κάµανε µια µεγάλη χορωδία και µας τραγούδησαν λαϊκά τραγούδια. Κάµποσοι τα κοµπανιάριζαν µε κάτι µακριές µπαλαλάικες πού τις σήκωναν στη ράχη σταυρωτά µε το ντουφέκι τους. ∆εν κατάλαβα τα λόγια των τραγουδιών, µα σίγουρα θα µιλούσανε για ένα δάσος χιονισµένο, για ένα χωριό χιονισµένο, που οι µπουχαρίδες των καλυβιώ του θυµιάζουνε γαλάζιον καπνό µέσα στον παγωµένον αγέρα. Ξανθιές γυναίκες µε χοντρές πλεξούδες κάθουνται πίσω από τα κλειστά τους τζάµια, µε το λευκό κούτελο ακουµπισµένο στο γυαλί. Σκουπίζουν αργά µε το δάχτυλο το αχνισµένο τζάµι και βλέπουνε στα χαµένα, µακριά, µακριά, το ρούσικο κάµπο που δεν τελειώνει παρά στα ουρανοθέµελα. Μέσα στην απέραντη πλατωσιά, ένα µονοπάτι χαραγµένο στο χιόνι από τα έλκηθρα. Ένα µονοπάτι που πήρε τα παλικάρια του χωριού και τα πήγε µακριά, µακριά, πέρα από τα σταχτιά ουρανοθέµελα. Ίσως και πέρα από τη ζωή.
Οι µορφές των τραγουδιστάδων ήταν σοβαρές, τα παιδιάτικά τους τα σλάβικα µάτια βούρκωναν. Σαν τελείωσαν το τραγούδι µείναµε πολλήν ώρα ακίνητοι µαζί τους, ταξιδεύοντας πάνω στα φτερά της µουσικής, που ενώνει τις καρδιές γιατí είναι η γλώσσα τους η πανανθρώπινη. Σαν κάµαµε τις τετράδες για να φύγουµε, οι Ρούσοι βάλανε παπαρούνες µέσα στις µπούκες των ντουφεκιών µας. Ήτανε σα µια παράξενη λιτανεία µε ατσαλένιες λαµπάδες, που στην κορφή τους άναβε η πιο χαρούµενη φλόγα.
- Αντίο ! Αντίο !
Ο πολύ νέος αξιωµατικός πετά το καπέλο του, λυγερός , σχεδόν διάφανος µέσα στο φως.
-Χαίρε, λίαν, Έλληνες ! Χαίρε ! Πόση αγάπη υπάρχει στον κόσµο ! Άφθονη σαν ποτάµι που χύνεται µέσα σí έναν κάµπο. Ανθισµένη σαν ένας λόφος κόκκινος από τις παπαρούνες, που σε φωνάζουνε να τις κόψεις. ∆εν έχεις παρά να σκύψεις να τις κόψεις.
πηγή : www.wikipedia.org
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου