"Μακάρι σαν τον Αύγουστο
να 'ταν οι μήνες όλοι"!
Ο Αύγουστος,
Οδυσσέας Ελύτης
Ο Αύγουστος ελούζονταν
μες στην αστροφεγγιά
Κι από
τα γένια του έσταζαν άστρα και γιασεμιά
Αύγουστε
μήνα και Θεέ σε σέναν ορκιζόμαστε
Πάλι
του χρόνου να μας βρεις στο βράχο να φιλιόμαστε
Απ΄την
Παρθένο στον Σκορπιό χρυσή κλωστή να ράψουμε
Κι έναν
θαλασσινό σταυρό στη χάρη σου ν’ ανάψουμε
Ο Αύγουστος ελούζονταν
μες στην αστροφεγγιά
Κι από
τα γένια του έσταζαν άστρα και γιασεμιά.
(Τα Ρω του Έρωτα, Ο. Ελύτης, εκδ. Ίκαρος)
|
Δυτικά της λύπης, Οδυσσέας Ελύτης
«Και σε θραύσμα Βρισηίδας βρίσκεται και σε
κοχύλι Ευρίπου
εκείνο
που εννοώ. Θέλει να ‘χει άγριες πείνες άπνοιας
ο Αύγουστος για
να ζητάει μελτέμι
ώστε
στο φρύδι ν’ αφήνει λίγο αλάτι και
στον
ουρανό ένα μπλε που τ’ όνομά του μέσα στα πολλά τ’ ακούς ευώνυμο
στο
βάθος όμως είναι μπλε Ιουλίτας…»
Καβουρότρυπες,
Χαλκιδική
|
Προσανατολισμοί, Οδυσσέας Ελύτης
«…Κι
η μέρα χώριζε από το κορμί σου, ανέβαινε, άνοιγε,
μεγάλη
ευχή πάνω στα ηλιοτρόπια
Τι
ξέρει τώρα ο τζίτζικας από την ιστορία που άφησες, τι ξέρει ο γρύλος
η
καμπάνα του χωριού που ανοίγεται στον άνεμο
η
κάμπια, ο κρόκος, ο αχινός, το αλφάκι του νερού
μυριάδες
στόματα φωνάζουνε και σε καλούν
έλα
λοιπόν από την αρχή να ζήσουμε τα χρώματα
ν’
ανακαλύψουμε τα δώρα του γυμνού νησιού
ρόδινοι
και γαλάζιοι τρούλοι θ’ αναστήσουν το αίσθημα
γενναίο
σαν στήθος το αίσθημα έτοιμο να ξαναπετάξει
έλα
λοιπόν να στρώσουμε το φως
να
κοιμηθούμε το γαλάζιο φως στα
πέτρινα σκαλιά του Αυγούστου…»
Αύγουστος,
Κωστής Παλαμάς
Μέσ’
από μια ροδακινιά ξανθή
ο
Αύγουστος τις χάρες του σκορπίζει,
σαν
το χλωρό ροδάκινο μυρίζει,
σαν το χλωρό ροδάκινο
ανθεί·
καρποβολούν
στο διάβα του οι κάμποι,
το
κύμ’ ανατριχιάζ’, η νύχτα λάμπει.
Στη
γη πατεί το πόδι, και λευκά
κι
αρχοντικά τα κρίνα θε ν’ ανοίξουν·
τα
χέρια του στα κλήματα θα γγίξουν
και σα ματάκια μαύρα
ηδονικά,
σα
νά ειναι κεχριμπάρια, ή κόρης χείλια,
γυαλίζουν
μες στ’ αμπέλια τα σταφύλια.
Γλιστρά
το φύσημά του στα νερά,
και νά τα μαϊστράλια τα
δροσάτα
τα
πρώτα του φθινόπωρου μαντάτα
μας
φέρνουν στα γαλάζια των φτερά.
Απ’
τ’ αλωνάρη τις φωτιές ψημένη
η
γη τον λαχταρεί, και ξανασαίνει.
Τον βλέπει το Φεγγάρι από
ψηλά
και
το χτυπούν του Έρωτα οι σαΐτες,
και
μ’ όλα του τα κάλλη, τους μαγνήτες,
στολίζεται
και σειέται και γελά,
και
παίρνει ακόμ’ απ’ τ’ άστρα, και από κείνα,
κάθε
γλυκιά τρεμουλιασμένη ακτίνα.
Στ’
Αυγούστου το φεγγάρι έναν καιρό
νυχτέρευαν
σ’ αυλές και παραθύρια
οι
λυγερές με πούλιες και τιρτίρια
κεντώντας
ακριβών προικιών σωρό.
Γι’ αυτό ’χουν τα παλιά
κεντίδια χάρη
σαν
να τοις μένει κάτι από φεγγάρι.
Στ’
Αυγούστου το φεγγάρι με μαλλιά
σγουρόξανθα
στην πόρτ’ ακουμπισμένη
μια
κόρη τον καλό της περιμένει…
Τ’ άστρο κι η κόρη μια
φεγγοβολιά
σκορπίζουνε·
μια γνώμη λες πως κλειούνε,
και με τον ίδιο πόνο
αγαπούνε.
Αύγουστος 1883
Γαύδος
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου