«Κι ένα τέταρτο μητέρας αρκεί για
δέκα ζωές, και πάλι κάτι θα περισσέψει. Που να το ανακράξεις
σε στιγμή μεγάλου κινδύνου.»
Ο. Ελύτης, Εκ του πλησίον
Η μάνα
μου, Νίκος Καζαντζάκης
απόσπασμα από το «Αναφορά στο Γκρέκο»
Η μάνα μου, μια άγια
γυναίκα. Με υπομονή, μ’ αντοχή κι όλη τη γλύκα της γης απάνω της. Όλοι από το
αίμα της μάνας μου οι πρόγονοι ήταν χωριάτες. Σκυμμένοι στο χώμα,
κολλημένοι στο χώμα, τα πόδια τους, τα χέρια τους, τα μυαλά τους γεμάτα χώματα.
Αγαπούσαν τη γης και της εμπιστεύουνταν όλες τις ελπίδες. Είχαν γίνει, πάππου
προς πάππου, ένα μαζί της. Στην αβροχιά, κοράκιαζαν κι αυτοί μαζί της, κι όταν
ξεσπούσαν τα πρωτοβρόχια, τα κόκαλά τους έτριζαν και φούσκωναν σαν καλάμια. Κι
όταν αλέτριζαν και χαράκωναν βαθιά την κοιλιά της με το γενί, ξαναζούσαν στα
στήθια και στα μεριά τους την πρώτη νύχτα που κοιμήθηκαν με τη γυναίκα τους….
Ποτέ δεν είχα δει τη μητέρα μου να γελάει,
χαμογελούσε μόνο, και τα βαθουλά, μαύρα μάτια της κοίταζαν τους ανθρώπους
γεμάτα υπομονή και καλοσύνη. Πηγαινοέρχονταν σαν πνέμα αγαθό μέσα στο σπίτι, κι
όλα τα πρόφταινε ανέκοπα κι αθόρυβα, σαν να ‘χαν τα χέρια της μια καλοπροαίρετη
μαγική δύναμη, που κυβερνούσε με καλοσύνη την καθημερινή ανάγκη. Μπορεί και να
‘ναι η νεράιδα συλλογιζόμουν κοιτάζοντάς την σιωπηλά….
Οι ώρες που περνούσα με τη μητέρα μου ήταν
γεμάτες μυστήριο. Καθόμασταν ο ένας αντίκρα στον άλλο, εκείνη σε καρέκλα πλάι
στο παράθυρο, εγώ στο σκαμνάκι μου, κι ένιωθα, μέσα στη σιωπή, το στήθος μου να
γεμίζει και να χορταίνει, σαν να ‘ταν ο αγέρας ανάμεσά μας γάλα και
βύζαινα.
Από πάνω μας ήταν η γαζία, κι όταν ήταν ανθισμένη, η
αυλή μας μοσκομύριζε. Αγαπούσα πού τα ευωδάτα κίτρινα λουλούδια της, τα ‘βαζε η
μητέρα μου στις κασέλες και τα σώρουχά μας, τα σεντόνια μας, όλη μου η παιδική
ηλικία μύριζε γαζία.
Μιλούσαμε, πολλές ήσυχες κουβέντες, πότε η μητέρα
μού διηγόταν για τον πατέρα της, για το χωριό που γεννήθηκε, και πότε ‘γω της
στορούσα τους βίους των αγίων που ‘χα διαβάσει, και ξόμπλιαζα τη ζωή τους με τη
φαντασία μου. Δεν έφτανα τα μαρτύριά τους, έβαζα κι από δικού μου, ωσότου
έπαιρναν τη μητέρα μου τα κλάματα, τη λυπόμουν, κάθιζα στα γόνατά της, της
χάιδευα τα μαλλιά και την παρηγορούσα: Μπήκαν στον παράδεισο, μητέρα, μη στεναχωριέσαι,
σεριανίζουν κάτω από ανθισμένα δέντρα, κουβεντιάζουν με τους αγγέλους και
ξέχασαν τα βάσανά τους. Και κάθε Κυριακή βάζουν χρυσά ρούχα, κόκκινα κασκέτα με
φούντες και πάνε να κάμουν βίζιτα στο Θεό.
Κι η μητέρα σφούγγιζε τα δάκρυά της, με κοίταζε σαν
να μου έλεγε: Αλήθεια λες; Και μου χαμογελούσε.
Και το καναρίνι, μέσα στο κλουβί του,
μας άκουγε, σήκωνε το λαιμό του και κελαηδούσε μεθυσμένο, ευχαριστημένο, σαν να
‘χε κατέβει από τον παράδεισο, σαν να ‘χε αφήσει μια στιγμή τους αγίους κι ήρθε
στη γης να καλοκαρδίσει τους ανθρώπους.
Η μητέρα μου, η γαζία, το καναρίνι, έχουν
σμίξει αχώριστα, αθάνατα μέσα στο μυαλό μου, δεν μπορώ πια να μυρίσω γαζία, ν’
ακούσω καναρίνι, χωρίς ν’ ανέβει από το σπλάχνο μου η μητέρα μου και να σμίξει
με τη μυρουδιά τούτη και με το κελάηδημα του καναρινιού…
Το
ψωμί της μάνας μου, Mαχμούτ Νταρουίς
Δίχως την ευχή σου
Είμαι πολύ αδύναμος για να σταθώ
Μεγάλωσα πολύ
Δώσε μου πίσω τους χάρτες των αστεριών που
είχα παιδί"
Μου λείπει το ψωμί της μάνας μου
Ο καφές της μάνας μου
Το άγγιγμά της
Φουσκώνουν μέσα μου οι παιδικές μου
αναμνήσεις
Μέρα τη μέρα
Πρέπει να δώσω αξία στη ζωή μου
Την ώρα του θανάτου μου
Πρέπει να αξίζω τα δάκρυα της μάνας μου
Και αν έρθω πίσω κάποια μέρα
Βάλε με σα μαντήλι στα βλέφαρά σου
Τα κόκαλά μου σκέπασε με χλόη
Που την αγίασαν τα βήματά σου
Δέσε μας μαζί
Με μια μπούκλα απ’ τα μαλλιά σου
Με μια κλωστή που κρέμεται από το φόρεμά
σου
Μπορεί να γίνω αθάνατος
Μπορεί να γίνω Θεός
Εάν αγγίξω τα βάθη της καρδιάς σου
Αν καταφέρω και γυρίσω
Κάνε με ξύλα να ανάψεις τη φωτιά σου
Σκοινί για να απλώνεις τα ρούχα σου στην
ταράτσα του σπιτιού σου
Δίχως την ευχή σου
Είμαι πολύ αδύναμος για να σταθώ
Μεγάλωσα πολύ
Δώσε μου πίσω τους χάρτες των αστεριών που
είχα παιδί
Για να βρω με τα χελιδόνια
Το δρόμο πίσω
Στην άδεια σου αγκαλιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου