ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
1. Να εντοπίσετε : χώρο, χρόνο, πρόσωπα.
2. Να βρείτε τις ενότητες του κειμένου και
να δώσετε από έναν πλαγιότιτλο σε καθεμία.
3. Ποιες λέξεις και φράσεις χρησιμοποιεί
ο Μυριβήλης για τους γεώσακους και ποιες για την παπαρούνα.
4. Το κείμενο δομείται σε μια αντίθεση. Ποια
είναι αυτή;
5. Τι συμβολίζουν οι γεώσακοι και η παπαρούνα;
6. Ποια είναι τα συναισθήματα του αφηγητή
πριν και μετά την αποκάλυψη της παπαρούνας;
7. Συμπληρώστε τον πίνακα με στοιχεία τεχνικής
του κειμένου.
αφήγηση
|
|
αφηγητής
|
|
αφηγηματικός χρόνος
|
|
γλώσσα
|
|
ύφος
|
8. Να εντοπίσετε εκφραστικά στοιχεία του
κειμένου (παρομοιώσεις, εικόνες, μεταφορές).
9. Γιατί ο Μυριβήλης χρησιμοποιεί την τεχνική
της «πλαστοπροσωπίας;
10. Να εντοπίσετε στοιχεία ρεαλισμού και νατουραλισμού
με αναφορές στο κείμενο.
11. Μελετήστε τα ακόλουθα αποσπάσματα και
εντοπίστε ομοιότητες και διαφορές με τη «Μυστική παπαρούνα». Ποιες είναι οι δυσκολίες
που αντιμετωπίζουν οι στρατιώτες καθημερινά και ποια τα συναισθήματά τους;
α) "Είμαι νέος, μόλις έκλεισα τα
20⋅ από τη ζωή δεν ξέρω παρά μόνο την απελπισία, το θάνατο,
το φόβο και μια αλυσίδα από ανόητες επιπολαιότητες, πάνω από μια άβυσσο πόνων
και θλίψεων. Βλέπω τους λαούς να ορμούν σε άλλους λαούς, να σκοτώνονται, χωρίς
ούτε κι εκείνοι να ξέρουν το γιατί, υπακούοντας σ’ αυτούς που τους στέλνουν,
χωρίς συναίσθηση του κινδύνου ή της ευθύνης τους.
Βλέπω πως οι δυναμικότεροι εγκέφαλοι
του κόσμου εφευρίσκουν όπλα για να γίνονται όλ’ αυτά μ’ έναν τρόπο ακόμα πιο
ραφιναρισμένο και να διαρκούν όσο γίνεται περισσότερο. Κι όλοι οι συνομήλικοί
μου εδώ, στην αντικρινή παράταξη, σ’ ολόκληρο τον κόσμο το βλέπουν όπως εγώ.
Αυτή είναι η ζωή της γενιάς μου και η δική μας. Τι θα κάνουν άραγε οι πατεράδες
μας αν μια μέρα σηκωθούμε και παρουσιαστούμε μπροστά τους για να τους ζητήσουμε
λογαριασμό; Τι περιμένουν από μας όταν μια μέρα τελειώσει ο πόλεμος; Χρόνια
ολόκληρα σκοτώναμε μόνο. Αυτό ήταν το πρώτο μας επάγγελμα στη ζωή. Για μας η
επιστήμη της ζωής περιορίζεται στο θάνατο. Τι θα συμβεί ύστερα; Και τι θ’
απογίνουμε εμείς;"
β) «Έχουμε χάσει κάθε αίσθημα
ανθρωπισμού και αλληλεγγύης. Μόλις κατορθώνουμε να αναγνωρίσει ο ένας τον άλλο,
όταν η εικόνα του ενός πέσει μπροστά στα μάτια μας, που είναι μάτια κυνηγημένου
ζώου. Είμαστε αναίσθητοι νεκροί, οι οποίοι με ένα στρατήγημα ή κάποια
επικίνδυνη μαγεία γινήκαμε και πάλι ικανοί να τρέχουμε και να σκοτώνουμε […]
Έχουμε γίνει επικίνδυνα ζώα, δεν
πολεμούμε αμυνόμαστε εναντίον της καταστροφής. Δε ρίχνουμε τις χειροβομβίδες
μας πάνω σε ανθρώπινα πλάσματα, γιατί τη στιγμή εκείνη δε νιώθουμε παρά ένα
πράγμα: ότι ο θάνατος βρίσκεται εκεί σ’ αυτούς να μας αρπάξει κάτω από αυτά τα
χέρια και κάτω απ’ αυτά τα κράνη. Είναι η πρώτη φορά έπειτα από τρεις μέρες που
μπορούμε ν’ αμυνθούμε εναντίον του. Η αγριότητας και το πάθος που μας εμψυχώνει
μοιάζουν με τρέλα. Μπορούμε να καταστρέψουμε και να σκοτώσουμε για να σωθούμε …
για να σωθούμε και να εκδικηθούμε».
Έριχ Μαρία Ρεμάρκ, Ουδέν νεώτερον από
το δυτικό μέτωπο. Μετάφραση: Στέλλα Βουρδουμπά.
Ο Μυριβήλης κάνει την επίσημη είσοδό
του στη νεοελληνική λογοτεχνία το 1931 με τη δεύτερη έκδοση της Ζωής εν τάφω.
Για πρώτη φορά τότε η κριτική τον ανακαλύπτει με έκπληξη και εκδηλώνει τον
θαυμασμό της. Από τότε και μέχρι σήμερα η ανταπόκριση του κοινού είναι συνεχής,
παρόλο που το βιβλίο δεν ανατυπώθηκε ποτέ όσο διαρκούσε το καθεστώς Μεταξά.
Τότε όπως και τώρα, για να το πούμε με τα κοινότερα λόγια που συνηθίζονται από
όσους εκτιμούν τον συγγραφέα αυτό, έκανε εντύπωση η άνετη μετάβαση από τον ωμό
ρεαλισμό στην πιο λυρική έκσταση και τανάπαλιν. Στην πραγματικότητα η εντύπωση
αυτή επιτυγχάνεται από τον Μυριβήλη με τη συγκινησιακή παρόρμηση με την οποία
φορτίζει τη γραφή του. Απέναντι στην τυφλή βιαιότητα του πολέμου και της άθλιας
ζωής στα χαρακώματα, διαμαρτύρεται δίνοντας έμφαση με περιγραφές
νατουραλιστικής τεχνοτροπίας ώστε να προκαλέσει τη φρίκη. Άλλοτε εκστασιάζεται
απέναντι σε καταστάσεις που ικανοποιούν το πάθος για τη ζωή, όπως στο γνωστό
πλέον σημείο όπου μέσα στον ζόφο του πολέμου, στα χαρακώματα, ανακαλύπτει μια
παπαρούνα, υποβάλλοντας μια έντονη λυρική συγκίνηση. Απώθηση, λοιπόν, και έλξη
είναι οι πρωτογενείς ορμές που πυροδοτούν τη συγκίνηση και τη γραφή του. Αλλά
σε αυτή την κυρίαρχη στάση, συνδυασμένη με την πρωτοπρόσωπη αφήγηση, έρχεται να
προστεθεί μια άλλη επιλογή ύφους που μετατοπίζει το βάρος προς λύσεις που θα
καλλιεργηθούν ολοένα και πιο συστηματικά από τον ίδιο μέχρι να εγκαταλείψει στο
σχήμα απώθησης-έλξης που εφάρμοζε στα πρώτα του έργα: το λαϊκότροπο και
προφορικό ύφος.
Mario Vitti, Ιστορία της νεοελληνικής
λογοτεχνίας, Εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 2003, 391-392.
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου