Μάρτιος
Ο λαβύρινθος - Νικηφόρος Βρεττάκος
Οδοιπορία, Γ΄, 1972. Τα ποιήματα, Β΄. Τρία
φύλλα, 1981. 299
Διαδέχονται οι μέρες μου γρήγορα η μια τους την άλλη,
σα να ’ναι πουλιά που κυνηγιούνται στο σούρουπο
μιας ερήμου, μπερδεύονται, πέφτουνε το ένα τους
πάνω στο άλλο, χτυπιούνται ―σωριάζονται,
γίνονται ένα σώμα οι μέρες μου. Σφηνώνονται μες
στις Κυριακές οι Δευτέρες, μπλέκονται οι μήνες
καθώς τα χαρτιά της τράπουλας: Μάρτης
κι αμέσως Δεκέμβρης, Αύγουστος έπειτα,
παγώνουν οι άκρες των χεριών μου καθώς
ψηλαφώ το λαβύρινθο, προσπαθώντας να βάλω μετά
την Κυριακή τη Δευτέρα, ή τον Απρίλη
πριν απ’ το Μάη. Να χωρίσω ξανά
τη βδομάδα σε εικοσιτετράωρα.
πηγή : http://www.snhell.gr
Η
πρωτομαρτιά ή Το
χελιδόνι – Αριστοτέλης Βαλαωρίτης
Καλώς μάς ήλθες, άκακο πουλί χαριτωμένο
καλώς μάς ήλθες, του Μαρτιού πρωτόλουβο λουλούδι!
Με πόση, να ’ξερες, κρυφή λαχτάρα περιμένω
ν’ ακούσω μες στα σύγνεφα το πρώτο σου τραγούδι!
Τόσο συνήθισα ο φτωχός να βλέπω κάθε μέρα
χαρές κι ελπίδες να πετούν, να πνίγονται στο ρέμα
του χρόνου τ’ ανυπόταχτου, π’ ακόμ’ ακόμα ψέμα
μου φαίνετ’ ότι σε θωρώ να σχίζεις τον αιθέρα
με τα σπαθάτα σου φτερά… Γλυκό μου χελιδόνι,
μας έφερες καλοκαιριά;… Όψιμο θά ’λθει χιόνι;…
Μας έπιασε λιγοψυχιά, πουλί ξενιτεμένο,
και νύκτα κι αποκάρωμα… Κανείς μας δεν ακούει
του γείτονα τ’ απόφωνα… το αίμα πετρωμένο
στην κλειδωμένη μας καρδιά, πουλάκι μου, δεν κρούει…
Πόθος κανείς, ούτ’ όνειρα… Δε νείρεται η ψυχή μας
παρά καθάριους ουρανούς, αστροφεγγιές και κύματα
χωρίς αφρούς να ξεψυχούν σε περιγιάλια μνήματα!
Καθώς η νεκροθάλασσα κι η άκαρπ’ η ζωή μας
έχει βουβό παραδαρμό… Για μια στιγμή φουσκώνει,
ξερνά τα φύκη τα νεκρά κι ύστερα μαρμαρώνει.
Πέτα, πουλάκι μου, γοργά, μη βαρεθείς το δρόμο,
κι αν εύρεις σκέπη φτωχική και πλούσιο παραθύρι,
κλειστό, σα μάτι βάρυπνο, δίπλωσ’ ευθύς στον ώμο
τα χρυσοπράσινα φτερά και γίνου ξυπνητήρι…
Και πες ότ’ ήλθ’ η άνοιξη, κι ότ’ άνοιξη δεν είναι
να κελαδούν οι πέρδικοι σιμά στη σαστικιά τους,
ούτε να νανουρίζουνε τ’ αηδόνια τη φωλιά τους·
δεν είναι γάργαρα νερά, όχι, πουλί, δεν είναι
ούτε φλογέρα πιστικού, ούτε χλωρά τριφύλλια…
Πες ότ’ εδώ την άνοιξη τη φέρνουν καριοφίλια…
Κι αν στη φωνή σου τη γλυκιά δε σηκωθούν οι ευνούχοι,
πάρε, πουλάκι μου, φτερό, να βρεις παλιά λημέρια.
Σύρε να ιδείς τον Όλυμπο, τη Γκιώνα, το Βελούχι·
χαιρέτησε τη Λιάκουρα και φώναξ’ ώς τ’ αστέρια.
Κι αν μείν’ η Κιάφα ακίνητη κι ο βράχος του Ζαλόγγου
δε θυμηθεί το ζωντανό, τον άγριο καταρράχτη,
που επάνωθέ του εμούγκρισε… αν μες στο Κούγκι η στάχτη
του Σαμουήλ δε θερμανθεί κι αν τα κλαριά του λόγγου
δε φορτωθούν με φλάμπουρα και δε σεισθεί η Χιμάρα,
φύγε, πουλί μου, γρήγορα, κι είναι Θεού κατάρα.
. . . . . . . . . . . . . . .
Και το πουλί ανυπόμονο, γοργό σαν την ελπίδα
αρπάζει από τον ήλιο μας μια λάμψη, μιαν αχτίδα
για να την έχει συντροφιά στο σκοτεινό του δρόμο,
και χάνεται μισουρανίς… Πες μου, γιατί με τρόμο
το γύρισμά σου καρτερώ, γλυκό μου χελιδόνι;…
Θα να ’χομε καλοκαιριά;… Όψιμο θά ’λθει χιόνι;…
Έγραφον εν Αθήναις τῃ α΄ Μαρτίου 1876
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου