William Adolphe Bouguereau (1825-1905), Lullaby (1875) |
Ἒλ᾿ ἀγεράκι τοῦ βουνοῦ καὶ γλυκοδρόσισέ το,
κατέβ᾿ ἀχτίδα τ᾿ οὐρανοῦ καὶ γλυκοχάιδεψέ το.
Νάνι, νάνι τὸ μωρό μου,
πᾶρε, ὕπνε, τ᾿ ἀκριβό μου.
κατέβ᾿ ἀχτίδα τ᾿ οὐρανοῦ καὶ γλυκοχάιδεψέ το.
Νάνι, νάνι τὸ μωρό μου,
πᾶρε, ὕπνε, τ᾿ ἀκριβό μου.
Στ᾿ ἀγγελικό του πρόσωπο τῆς Παναγιᾶς ἡ χάρη
καὶ τοῦ παιδιοῦ της ὁ σταυρὸς στὰ στήθια του καμάρι.
Νάνι, νάνι στὸ μαντρί σου,
λαγιαρνάκι μου, κοιμήσου.
καὶ τοῦ παιδιοῦ της ὁ σταυρὸς στὰ στήθια του καμάρι.
Νάνι, νάνι στὸ μαντρί σου,
λαγιαρνάκι μου, κοιμήσου.
Τὰ ὄνειρ᾿ ἂς κατέβουνε χρυσὰ καὶ μυρωμένα
ν᾿ ἀνθοβολοῦν στὰ χείλη σου χαμόγελα σπαρμένα.
Νάνι, νάνι τ᾿ ἀγγελούδι,
νάνι, ἀμύριστο λουλοῦδι.
ν᾿ ἀνθοβολοῦν στὰ χείλη σου χαμόγελα σπαρμένα.
Νάνι, νάνι τ᾿ ἀγγελούδι,
νάνι, ἀμύριστο λουλοῦδι.
῾Λᾶτε, τρυγόνες, πεῖτε μου, τί λέτε στ᾿ ἀκριβά σας,
τὸ βράδι σὰν τὰ παίρνετε στὰ μαλακὰ φτερά σας.
Νάνι, νάνι τ᾿ ἀργυρό μου,
πᾶρε, ὕπνε, τ᾿ ἀκριβό μου.
τὸ βράδι σὰν τὰ παίρνετε στὰ μαλακὰ φτερά σας.
Νάνι, νάνι τ᾿ ἀργυρό μου,
πᾶρε, ὕπνε, τ᾿ ἀκριβό μου.
Ἂν λέτε πῶς τρελαίνεστε, ἐγὼ νὰ πῶ πεθαίνω,
γιατί σεῖς τά ᾿χετε πολλὰ κι ἐγώ ᾿να τὸ καημένο.
Νάνι, νάνι τὸ μωρό μου,
νάνι τὸ μονάκριβό μου.
γιατί σεῖς τά ᾿χετε πολλὰ κι ἐγώ ᾿να τὸ καημένο.
Νάνι, νάνι τὸ μωρό μου,
νάνι τὸ μονάκριβό μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου