Η μαγεία της ελληνικής
γλώσσας
1. Τρεις πραματευτάδες
Χιώτες παρουσιαστήκανε στον Όθωνα το Βασιλέα.
Αφού είπανε το ’να και τ’
άλλο, [...] ο Βασιλέας, που μόνη γλώσσα του είχε να μιλεί τις ελληνικούρες που
είχε πρωτομάθει από τον Φίλιππο Ιωάννου [...], γυρίζει στον έναν από τους τρεις
Χιώτες μ’ εκείνο το συνηθισμένο σοβαρό του και ρωτάει:
― Πώς προχωρεί το εμπόριον;
― Κεσάτια, Μεγαλειότατε! λέει
ο Χιώτης.
Ο Όθωνας απορεί· πρώτη φορά
ακούει αυτή τη λέξη. Κοιτάζει αυτόν που μίλησε στα μάτια και ξαναρωτάει:
― Τι σημαίνει η λέξις κεσάτια;
Ο Χιώτης απορεί κι αυτός, μα ο
άλλος Χιώτης, πιο έξυπνος, πετιέται κι απαντάει:
― Δεν έχει νταραβέρι,
Μεγαλειότατε!
Ο Βασιλέας, με την ίδια πάντα
σοβαρότη του, γυρίζει και σ’ αυτόν:
― Και η λέξις νταραβέρι, τι
σημαίνει;
Μα ώσπου ν’ απαντήσει ο
δεύτερος, ο τρίτος Χιώτης δεν αργεί και λέει:
― Αλισιβερίσι, Μεγαλειότατε!
Ο Βασιλέας δεν έκαμε άλλο
ρώτημα. Και φύγαν οι τρεις φίλοι χαρούμενοι που φωτίσανε το Βασιλέα.
Γιάννης
Βλαχογιάννης, Ιστορική Ανθολογία, 1927. 325-326.
2. Ανέγνων είς τινας
εφημερίδας ότι, κατά την επικρατούσαν δόξαν μεταξύ του λαού, απαίσιον θεωρείται
να βασιλεύη ο ηγεμών πέραν των τριάκοντα ετών. Τα τριάκοντά μου έτη ετελείωσαν.
[1/13
Οκτωβρίου 1862]. Νικόλαος Δραγούμης, Ιστορικαί Αναμνήσεις, Β΄, 1879. 301.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου