ΦΑΝΤΑΣΙΑ
(από τή συλλογή ΟΥΛΑΛΟΥΜ)
Νάναι σα να μάς σπρώχνει ένας αέρας μαζί
πρός έναν δρόμο φιδωτό πού σβεί στά χάη,
καί σένα του καπέλου σου πλατειά και φανταιζί
κάποια κορδέλα του, τρελά να χαιρετάει.
πρός έναν δρόμο φιδωτό πού σβεί στά χάη,
καί σένα του καπέλου σου πλατειά και φανταιζί
κάποια κορδέλα του, τρελά να χαιρετάει.
Και νάν' σαν κάτι να μου λες, κάτι ωραίο κοντά
γι' άστρα, τη ζώνη που πηδάν των νύχτιων φόντων,
κι αυτός ο άνεμος τρελά-τρελά να μάς σκουντά
όλο πρός τη γραμμή των οριζόντων.
γι' άστρα, τη ζώνη που πηδάν των νύχτιων φόντων,
κι αυτός ο άνεμος τρελά-τρελά να μάς σκουντά
όλο πρός τη γραμμή των οριζόντων.
Κι όλο να λές, να λες, στα βάθη
της νυκτός
για ένα – με γυάλινα πανιά – πλοίο που πάει
Όλο βαθιά, όλο βαθιά, όσο που πέφτει εκτός:
έξω απ' τον κύκλο των νερών – στα χάη.
Κι όλο να πνέει, να μάς ωθεί αυτός ο άνεμος μαζί
πέρ' από τόπους και καιρούς, έως ότου – φως μου –
(καθώς τρελά θά χαιρετάει κείν' η κορδέλα η φανταιζί)
βγούμε απ' την τρικυμία αυτού του κόσμου . . .
για ένα – με γυάλινα πανιά – πλοίο που πάει
Όλο βαθιά, όλο βαθιά, όσο που πέφτει εκτός:
έξω απ' τον κύκλο των νερών – στα χάη.
Κι όλο να πνέει, να μάς ωθεί αυτός ο άνεμος μαζί
πέρ' από τόπους και καιρούς, έως ότου – φως μου –
(καθώς τρελά θά χαιρετάει κείν' η κορδέλα η φανταιζί)
βγούμε απ' την τρικυμία αυτού του κόσμου . . .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου