Η μάχη της Αλαμάνας,
Γιάννα Ξέρα
|
ΑΣΜΑ ΤΡΙΤΟΝ (απόσπασμα)
Εικοστή τρίτη Απριλίου
Μνήμη του Αγίου και
Ενδόξου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του Τροπαιοφόρου
Λαλούν οι πέρδικες γλυκά
κι ο ήλιος στη χαρά του
απλώνει μιαν αχτίδα του
και ψηλαφίζει ο κλέφτης
τα παρδαλά τα στήθια τους
κι αυτές αναγαλλιάζουν.
Κατάκορφα στον ουρανό
πετιέται κι ο πετρίτης
τ’ αϊτού πρωτοπαλίκαρο, να
βάψει τα φτερούγια
μες στον αθέρα της αυγής
πριν έβγει στην παγάνα.
Πλένουν τα φύλλα στη
δροσιά χαρούμενα τα ρείκη,
και στο ελαφρό το φύσημα
του αγέρα που διαβαίνει
συναπαντούσε φιλικά με τον
ανασασμό του
το θρούμπι την αληφασκιά,
το σφελαχτό η μυρτούλα.
Δακρύζουνε τ’ απάρθενα τα
χιόνια στο λιοπύρι,
ακούοντ’ οι νεροσυρμές από
εγκρεμό σε βράχο
να παραδέρνουνε γοργά, και
λες με τη γαργάρα
π’ ανάκραζαν την
κλεφτουριά και την αποζητούσαν.
Εκυματίζαν τα σπαρτά, χαρά
του ζευγολάτη,
και κάπου κάπου ανάμεσα
ξεπρόβαιν’ ένα στάχυ
και έγερν’ εδώ, κι έγερν’
εκεί, το τρυφερό κεφάλι
ωσάν να παραμόνευε να ιδεί
κι αυτό το Διάκο.
Κι ωστόσο ανθρώπινη φωνή
μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο
που φαίνετ’ ολοζώντανος,
καμιά δεν αγρικιέται.
ούτε φλογέρα πιστικού,
ούτε χαράς τραγούδι,
ούτ’ αγωγιάτη σάλαγος.
Εφαίνετ’ όλη η φύσις
λουλούδι χώρις μυρωδιά,
κόρη γλυκιά, πανώρια,
οπού εγεννήθηκε βουβή κι
οπού την παραστέκει
η μαυρισμέν’ η μάνα της να
ιδεί μην ξεχαράξει
μαζί μ’ ένα χαμόγελο στα
χείλη κι η λαλιά της.
Αστράφτουνε, λαμποβολούν
τριγύρω στη Δαμάστα
άλλοι στρωμένοι καταγής,
άλλοι το διπλοπόδι,
περήφανοι, σιωπηλοί,
τρακόσιοι αντρειωμένοι.
Επάνωθέ τους κάτασπρο το
φλάμπουρο του Διάκου
ανέμιζε τρομαχτικό, και
στο ξεδίπλωμά του
λεβέντης αστραπόμορφος
επρόβαινε ο αϊ-Γιώργης
με τ’ άγριό του τ’ άλογο
κρατώντας καρφωμένο
τ’ άσπλαχνο το κοντάρι του
στο διάπλατο λαρύγγι
του φοβερού του δράκοντα που
δέρνεται στο χώμα.
Ποιος εσυντύχαινε κρυφά με
του σπαθιού την κόψη
κι επάνω της εξέσερνε
γοργά το δάχτυλό του,
ποιος επελέκαε τεχνικά τη
στουρναρόπετρά του
στο λύκο του καριοφιλιού,
ποιος τρίβει τα παφίλια
συγνεφιασμέν’ από νοτιά,
και ποιος για να ξεδώσει
εθόλωνε με τον αχνό του
μαχαιριού τη λάμψη.
Κανένας δεν ανάσαινε. Σ’
ένα κοντρί μονάχος
κοιτάζει ο Διάκος σιωπηλός
κατά το Λιανοκλάδι.
Έξυπνος κι ονειρεύεται.
Από το ριζοβούνι
ανέβηκε κι η καταχνιά,
ψιλός αφρός του αγέρα,
και μια στιγμή τον έκρυψε
στη δροσερή αγκαλιά της,
λες ότι εκείνην την αυγή
λησμονημέν’ αχνάρια
εσμίξαν σ’ ένα σύγνεφο κι
ήρθαν από τον Άδη
να μυριστούν το σκοτωμό,
να ιδούνε το Θανάση.
Ιερά Μονή Δαμάστας, Γιάννα
Ξέρα
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου