Η
Διδώ Σωτηρίου γεννήθηκε στο Αϊδίνι της Μικράς Ασίαςστις 12 Απριλίου το 1909, κόρη του Ευάγγελου Παππά
και της Μαριάνθης Παπαδοπούλου. Το 1919 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά της στη
Σμύρνη και μετά την καταστροφή του 1922 κατέφυγαν στην Ελλάδα. Στην Αθήνα
ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές της με δασκάλους μεταξύ άλλων τους λογοτέχνες
Κώστα Παρορίτη και Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη. Φοίτησε στο γαλλικό ινστιτούτο
Αθηνών και το 1937 παρακολούθησε για λίγους μήνες μαθήματα γαλλικής λογοτεχνίας
στο πανεπιστήμιο της Σορβόννης. Από το 1936 στράφηκε επαγγελματικά προς τη
δημοσιογραφία. Συνεργάστηκε με το περιοδικό Γυναίκα (ως αρχισυντάκτρια) και τις
εφημερίδες Νέος Κόσμος και Ριζοσπάστης (αρχισυντάκτρια από το 1944), ενώ κατά
τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής συνεργάστηκε με τις Μέλπω Αξιώτη, Έλλη
Αλεξίου, Έλλη Παππά, Τιτίκα Δαμασκηνού, Ηλέκτρα Αποστόλου, Χρύσα Χατζηβασιλείου
και άλλες Ελληνίδες της αντίστασης. Πήρε μέρος στο συνέδριο της Κοινωνίας των
Εθνών στη Γενεύη το 1935, όπου γνωρίστηκε με τη σύντροφο του Λένιν Αλεξάνδρα
Κολοντάι και στο ιδρυτικό συνέδριο της Δημοκρατικής Ομοσπονδίας Γυναικών το
1945 στο Παρίσι. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1959 με την έκδοση του
μυθιστορήματος "Οι νεκροί περιμένουν". Έργα της μεταφράστηκαν σε
πολλές ξένες γλώσσες. Η Διδώ Σωτηρίου ανήκει στους Έλληνες πεζογράφους του
μεσοπολέμου. Το έργο της κινείται στα πλαίσια του ρεαλισμού με έντονη την
παρουσία του αυτοβιογραφικού στοιχείου και της συναισθηματικής συμμετοχής του
συγγραφέως στις περιπέτειες των ηρώων της, και αντλεί τη θεματολογία του από τη
μικρασιατική καταστροφή, την περίοδο του εμφυλίου και την μετά τον εμφύλιο
περίοδο της ελληνικής ιστορίας. Με τα "Ματωμένα χώματα" η Σωτηρίου
εγκαινίασε την πορεία της προς μια γραφή που συνδυάζει τη μυθιστορηματική
τεχνική με μια προοπτική εξέτασης των θεμάτων της από ιστορική σκοπιά, πορεία
που συνέχισε και στα δύο επόμενα μυθιστορήματά της την "Εντολή", με
θέμα την υπόθεση Μπελογιάννη και το "Κατεδαφιζόμεθα". Πέθανε το 2004.
πηγή : http://www.ekebi.gr
Φραγκομαχαλάς
Είχα
φτάσει στο Φραγκομαχαλά, όταν ξαφνικά ακούστηκε άγριο τουφεκίδι. Μερικοί
πληγωμένοι σέρνονταν από τοίχο σε τοίχο.
—Τρέξτε
τους στα Σπιτάλια του Άη-Χαράλαμπου, φώναζαν οι γυναίκες.
—Τι
τρέχει, βρε παλικάρια; ρωτούσε ο κόσμος που κατέβαινε.
—Τίποτα
σοβαρό. Στο Και γίνονται συγκρούσεις. Οι Τούρκοι δε θέλουνε να παραδώσουν τα
καράβια τους…
—Αμ’
θα τα παραδώσουνε, στο χέρι τους είναι; είπαν οι άλλοι και τάχυναν το βήμα τους
κατά την παραλία.
Όσο
προχωρούσα, η ανθρωποθάλασσα παράσερνε ό,τι έβρισκε μπροστά της. Μια γριά πλάι
μου έπεσε ξερή. Συγκοπή, φώναξαν κι άνοιξαν δρόμο να την περάσουν. Επωφελήθηκα
και γλύστρησα μέσα από κείνο το άνοιγμα, κι έφτασα ως το ξενοδοχείο που
βρίσκονταν οι δικοί μου. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά και τα γόνατά μου
τρέμανε. Η πόρτα του ξενοδοχείου ήταν αμπαρωμένη. Άρχισα να χτυπάω με τα χέρια
και με τα πόδια, απελπισμένα.
—Ανοίχτε,
ανοίχτε!
—Δεν
ανοίγουμε σε κανένα, γεμίσαμε κόσμο, ακούστηκε η σερέτικη φωνή του κυρ-Ανέστη,
του θυρωρού.
—Κόνα-Μαριόγκα,
φώναξα με κλάματα στη γυναίκα του, άνοιξέ μου εσύ. Είμαι η Αλίκη Μάγη, θέλω τη
μητέρα μου.
Η
φιγούρα της κόνα-Μαριόγκας, με την περούκα και το πολύ φτιασίδι, ξεπρόβαλε στο
παράθυρο.
—Ήχου,
καλέ θα λωλαθώ! τση Μαίρης η μικρή βρέθηκε στσι δρόμοι! Άνοιξέ τση, Ανέστη μου,
να δεις καλή μέρα!
Ο
κυρ-Ανέστης έβρισε, έφτυσε, κι ύστερα άπλωσε τη χερούκλα του, μ’ άρπαξε απ’ το
γιακά και με τράβηξε μέσα.
—Σου
χρειάζεται ένα μπερντάχι ξύλο, μου είπε, για να μάθεις να ξεπορτίζεις τέτοιες
ώρες…
Χωρίς
να προσέξω το θυμό του κυρ-Ανέστη, ανέβηκα τρία-τρία τα σκαλοπάτια και βρέθηκα
ίσια στο μεγάλο μπαλκόνι του σαλονιού.
Απέναντι,
στο λιμάνι ήταν αραγμένα τα πρώτα ελληνικά πολεμικά. Εκείνη τη στιγμή έμπαινε
και το υπερωκεάνιο «Πατρίς» φορτωμένο άντρες με χακί. Πάνω στο κατάστρωμα
τραγουδούσαν και χόρευαν φουστανελλάδες.
—Να,
αυτοί ’ναι οι Παλιοελλαδίτες, είπε ένας κύριος.
Γύρισα
και τον κύτταξα φουρκισμένη γιατί νόμισα πως το «παλιοελλαδίτες» ήταν βρισιά,
σαν το παλιάνθρωπος και το παλιόπαιδο. Τότε μονάχα πρόσεξα πως στο ίδιο εκείνο
μπαλκόνι, βρισκόταν κι ο πατέρας. Φοβήθηκα νέα σκηνή, μα εκείνος ήταν τόσο
συνεπαρμένος, που θεώρησε φυσικότατη την παρουσία μου εκεί.
Κάθε
φορά που οι Έλληνες αιχμαλώτιζαν καμιά ομάδα Τούρκων και την κλείδωναν μέσα
στις αποθήκες του Τελωνείου, ο κόσμος δυνάμωνε τα ουρλιαχτά του:
—Σειρά
σας και σειρά μας, εντεψήζηδες!…
Οι
ταραχές πέρασαν γρήγορα. Όταν έγινε γνωστό πως 163 στρατιώτες και πολίτες
πλήρωσαν με τη ζωή τους την ειρηνική κατάληψη της Σμύρνης, ο κόσμος τους
χαλάλισε:
—Μικρός
ο φόρος, για μια τόσο μεγάλη μέρα!
Οι
Σμυρνιοί πρόθυμα πετούσαν στους δρόμους τα καλύτερα χαλιά τους για να πατήσει ο
στρατός, κι έκοβαν λουλούδια απ’ τους κήπους και τις γλάστρες τους, κι έχυναν
τη σοδειά τους το ρύζι, για να ράνουν τους απελευθερωτές.
—Να
ριζώστε, παλικάρια της Ελλάδας! Και στην Πόλη με το καλό! Μερόνυχτα κράτησε το
πανδαιμόνιο των υποδοχών στο σπίτι μας. Γλέντια, τραπέζια, φιλοξενίες
αξιωματικών. Είχαμε χάσει και τη λίγη οικογενειακή ισορροπία που μας απόμεινε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου