Μέρος Δεύτερο
Ο λαός δεν πεθαίνει
Η Λευτεριά του Σολωμού κι
η Αρετή του Κάλβου
ξανάρθανε στην πατρικιά
τους γη του Εικοσιένα,
όπου «διπλή παράδεισο» κι
όπου «γλυκύς ο ύπνος».
Κι η μια στης άλλης πέσανε
την αγκαλιά και κλαίνε.
—Όχου! μανάδων κλάηματα
και βρόντημ’ αλυσίδων
και των ηρώων τα κόκαλα
στη λάσπη πατημένα! …
«Μητέρα η μεγαλόψυχη» των
ξένων βιλαέτι!
Μάιδε πατρίδα κι ανθρωπιά
και μνήμη· δε φελάνε!
Βγαίνουν από το τίποτα,
στο τίποτα τελειώνουν.
Περαστικοί, χωρίς καμιά
στο χώμα ετούτο ρίζα,
ζούνε το σήμερα. Το χτες
και τ’ αύριο δεν υπάρχουν! …
Απ’ το παλιό μας πέρασμα
σε γη και σε πελάγη
τ’ αχνάρι δεν απόμεινε
μηδέ και τ’ όνομά μας.
Εδώ ’ναι ο τάφος μας κι
εδώ της Ιστορίας ο τάφος!
Κι εδώ ’ναι η στάχτη ενός
λαού, πού ήταν αιώνια φλόγα!
— Λαός δεν είν’ αυτό που
βλέπετε, είναι πολιτεία.
Θα τονε βρείτε δουλευτή κι
αγωνιστή σε κάμπο,
σε θάλασσα, σε φάμπρικα,
σε κάτεργα, σε τάφους.
Αυτός πατρίδα κι ανθρωπιά,
το σήμερα και τ’ αύριο
και το μεγάλο χτες. Και
στ’ άγιο βήμα της ψυχής του,
σεις, Αρετή και Λευτεριά,
στημένες στον αιώνα.
Κι είναι μαζί του όλ’ οι
λαοί του κόσμου αναστημένοι
κι «όθε χαράζει, ώσπου
βυθά», του ηλιού το δρόμο παίρνουν
για σε, Αρετή και
Λευτεριά, με το σπαθί στο χέρι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου