Blogger Widgets

Τρίτη 19 Απριλίου 2016

Λόρδος Βύρων, Τα νησιά της Ελλάδας

22 Ιανουαρίου 1788 - 19 Απριλίου 1824
Άγγλος φιλέλληνας και ποιητής

Πορτραίτο του Λόρδου Βύρωνα, έργο του Thoman Phillips,
National Portrait Gallery, Λονδίνοαπό wikipedia



βιογραφία και έργα


Λόρδος Βύρων, Τ νησι τς λλάδας
μετάφραση Αργύρης Εφταλιώτης

Τ νησι τς λλάδας! νησι βλογημένα,
Πο μ γάπη κα φλόγα μι Σαπφ τραγουδοσε,
Πο πολέμων κ' ερήνης δρα νθίζαν σπαρμένα,
Πο τ φέγγος του Φοβος π' τ Δλο σκορποσε!
χ, τέλειωτος λιος σς χρυσώνει ς τ τώρα,
Μ βασίλεψαν λα, λα τλλα σας δρα!

Κα τς Χίος τ Μοσα, κα τς Τέως τ λύρα,
ντρειοσύνης κι γάπης δοξαρίσματα πρτα,
Σ λλους τόπους γι φήμη τ μετάφερε Μορα,
Γιατί μαύρη τους μάννα μήτε ζονε δ ρώτα!
Κι ντιλάλησαν ξάφνω παραπέρα στ Δύση
π' κε πο νθίζαν τ «Μακάρων α νσοι».

Τ βουν τ μεγάλο Μαραθώνα θωρνε,
Κ' θάνατη βλέπει τ πελάγη κοιλάδα.
δ πέρα μονάχος συλλογιόμουν πς νναι
Θ μποροσε κα πάλε μι λεύτερη λλάδα!
Γιατ πς ν κοιτάζω τ Περσάνικο μνμα,
Κα ν λέγω πς εμαι τς σκλαβις κ' γ θμα!

Στν γκρεμν πο ντικρύζει τ μικρ Σαλαμνα,
Μι φορ βασιλέας θρονιαζότανε. Κάτου
Δίχως τέλος καράβια μ τμέτρητα κενα
Μαζευόντανε πλήθη. Εταν λα δικά του.
Τν αγ μ καμάρι τ μετροσε κε πέρα,
Μ τί γένηκαν λα σάνε βράδιασε μέρα!

Πο εν' κενα! Πο εναι, πατρίδα καημένη!
Κάθε λόγγος σου τώρα κι κρογιάλι βωβάθη!
Τν παλιν τν ρώων νας μθος δ μένει,
Τς μεγάλης καρδις τους κάθε χτύπος χάθη.
Κα τ λύρα σου κόμα τν φκες, ημένα!
π' τος θείους σου ψάλτες ν ξεπέσ σ' μένα!

Μς στν δοξο δρόμο πο μι τύχη μ σέρνει
Μ φυλ πο σηκώνει τς σκλαβις λυσίδα,
Κάποιο βάλσαμο κρύφιο στ τραγούδι μου φέρνει
ντροπ πο μ πιάνει γι μι τέτοια πατρίδα!
Κα τί νχ δ λλο ποιητς παρ μόνο
Γι τος λληνες πίκρα, γι τ χώρα τους πόνο!

Πρέπει τάχα ν κλαμε μεγαλεα χαμένα,
Κα ντροπ ν μς βάφ ντς αμα, σν πρτα;
Βγάλε, γς δοξασμένη, π' τ σπλάχνα σου να
ερ πομεινάρι τν παιδιν το Ερώτα!
π' κειος τους Τρακόσους τρες ν ρθουνε, φτάνουν
λλη μι Θερμοπύλα στ βουνά σου ν κάνουν.

Πς! κόμα σωπαίνουν; Πς! κόμα συχάζουν;
χι, χι! κούγω τς ψυχς π' τν δη
Σν ποτάμι πο τρέχει μακριν, ν φωνάζουν:
«νας μόνο ς σαλέψ ζωντανς, κα κοπάδι
π' τ γς ποκάτου λεβεντι ξεκινομε.
Εναι ατο πο κοιμονται· μες κομα σ' κομε!»

χ, το κάκου, το κάκου! λλες λύρες στ χέρια!
Μ σαμιώτικο τώρα τ ποτήρι ς γεμίσ.
φινε αμα κα μάχες γι τ τούρκικα σκέρια,
Κα καθένας τ αμα το μπελιο του ς μς χύσ!
Δές τους! λοι ξυπννε κα πετον ς πάνω,
Το μικρόψυχου Βάκχου τ γκώμιο σν κάνω!

Τν Πυρρίχιο χορό σας ς τ τώρα βασττε,
Πυρρίχια «φάλαγξ» πο ν πγε, καημένοι!
π δυ τέτοια δρα πς κενο ξεχντε
Πο ψυχς ντρειώνει κα καρδις νεσταίνει!
Κα τ γράμματα κόμα νς Κάδμου κρατετε·
Τάχα νταν γι σκλάβους τ ψηφιά του θαρρετε;

Τ Σαμιώτικο χύνε στ ποτήρι ς τ χείλη!
ξω ο λπες! λτε μ τν πλώσκα γεμάτη!
τσι ψελνε θεος νακρέοντας, φίλοι!
Σκλάβος εταν κ' κενος, μ νς Πολυκράτη.
π ξένους τυράννους δν γνώριζαν τότες·
Εταν αμα δικό τους, σν κι ατος πατριτες.

Τ Χερσόνησο νας μι φορ τυραννοσε,
Μ διαφέντευε πρτος τ καλ, τν τιμή της.
Μιλτιάδη τν λέγαν. χ, κα πάλε ν ζοσε!
να ς εχε πατρίδα τέτοιο πάλε παιδί της!
Βασιλις σν κ' κενον ποιό λα δ μαγεύει!
Βασιλις πο μ γάπη μοναχ σ δεσμεύει.

Στ ποτήρι μου πάλε τ Σαμιώτικο χύνε!
Στ Σουλιώτικο βράχο, πρς τς Πάργας τ χμα,
Γενε σιδερένια ς τ σήμερα εναι,
Πο π μάννες Δωρίδες λς κα βγαίνει κόμα.
σως μένει κε πέρα κάποιος σπόρος κρυμμένος,
Πο θ δείξ δν εναι ρακλείδικο γένος.

π' τος πιστους Φράγκους λευτερι μ ζηττε!
κε ζον γεμόνες πο πουλον κι γοράζουν.
Μ δικό σας τουφέκι κα σπαθ πολεμτε!
Ατο θβρετ' λπίδα, κι ,τι θέλουν ς τάζουν.
Ζυγς Τούρκου, μ Φράγκου πονηρι σν ταιριάσουν
Τν σπίδα, σο νναι δυνατ, θ τ σπάσουν.

Μ Σαμιώτικο πάλε τ ποτήρι ς γεμίσ!
Μς στν σκιο χορεύουν ο κοπέλλες μας πάλι·
Σν τ μαρα τους μάτια δν εδε λλα φύση,
Μ σ βλέπω τ νιότη κα τφρτα τους κάλλη,
Τ δικό μου τ μάτι τ θολώνει μι στάλα,
Πο γι σκλάβους τ θένε τ βυζιν τους τ γάλα!

Στο Σουνιο θ καθίσω τ μαρμάρινο βράχο,
Σύντροφό μου τ κμα το Αγαίου θ κάνω,
Ατ μένα νκούγ, κ' γ κενο μονάχο,
Κ' κε πάνω σν κύκνος μ τραγούδι ς πεθάνω.
Δ σηκώνει ψυχή μου σκλάβα γ! Χτύπα κάτω
Τς σκλαβις τ ποτήρι, κι ς πά νναι γεμτο!


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου