Από
την Κυπριακή Συμφωνία του Θοδόση Πιερίδη
Θα ’θελα και γω να γράψω
ποιήματα
όπως όταν παίρνεις έβενο
και φίλντισι και χρυσάφι
και γίνεσαι χρυσικός και
σκαλιστής —και γίνεσαι μάγος.
Όπως όταν παίρνεις μια
κιθάρα και γίνεσαι
νυχτερινός
ονειροσκορπιστής και καρδιοκλέφτης.
Όπως όταν βάζεις ένα σπόρο
στο χώμα και περιμένεις.
Όπως όταν η μάνα χτενίζει
τα μαλλιά της κορούλας της.
Όπως όταν η κοπελιά κεντά
το καινούργιο της φόρεμα
[…]
Ποιος δεν είδε όμως τα
ξυπόλυτα παιδάκια στους δρόμους;
Ποιος δεν είδε τα μάτια
τους —εκείνα τα μεγάλα μάτια
που όπως κοιτάζουν
απορεμένα τον κόσμο
είναι σαν να θολώνουνε το
φως του;
Ποιος δεν είδε τις μανάδες
στα κατώφλια
πώς περιμένουν τα παιδιά
τους που δεν έρχονται ποτέ
πώς περιμένουν το ψωμί που
δεν έρχεται
πώς πέτρωσαν να
περιμένουν, πώς γινήκανε
σα στήλες πένθιμες σε
μνήματα στημένες;
Ποιος δεν είδε τις
γυναίκες όπου γείρανε
και γίναν σαν ιτιές πάνω
απ’ τα δάκρυά τους;
Ποιος δεν είδε τον άντρα
να κλαίει σαν παιδί
για ένα χαστούκι που δεν
μπορούσε να ανταποδώσει
γιατί του’χανε αλυσωμένα
τα χέρια;
Ποιος δεν είδε το γέροντα
να θέλει να μπει πιο
γρήγορα μέσα στην ύστατη λάσπη
γιατί του ρίξανε λάσπη στα
χιονισμένα του μαλλιά;
Και το αίμα; Ποιος δεν
είδε το αίμα;
Ή μήπως είναι πολύ ρηχό
και πρέπει να το προσπεράσουμε;
Ή μήπως πρέπει να τ’
αφήσουμε να πήζει στις γούβες του δρόμου
και να μιλήσουμε για τα
λουλούδια και για τον έρωτα;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου