Blogger Widgets

Σάββατο 11 Μαρτίου 2017

Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, Ο Δήμος και το καριοφίλι του


Φύλλο εργασίας
1.      Να εντοπίσετε στο ποίημα τα πρόσωπα, τον τόπο και τον χρόνο. Να αιτιολογήσετε την απάντησή σας με στίχους του κειμένου.
2.      Ποιο είναι το θέμα του ποιήματος.
3.      Να χωρίσετε το ποίημα σε ενότητες.
4.      Πώς  ήταν η ζωή του Δήμου ως κλέφτη;
5.      Ποια είναι τα συναισθήματα του Δήμου την ώρα του θανάτου του;
6.      Σε ποια σημεία του κειμένου διαφαίνεται η σχέση του Δήμου με το φυσικό περιβάλλον;
7.      Ποιες είναι οι τελευταίες επιθυμίες του Δήμου;
8.      Ποια είναι η σχέση του Δήμου με το τουφέκι του;
9.      Να εντοπίσετε στο ποίημα στοιχεία που απηχούν τα δημοτικά τραγούδια (ως προς τη μορφή και το περιεχόμενο).
10. Να σχολιάσετε τη γλώσσα και το ύφος του ποιητή.
11. Να εντοπίσετε τα σχήματα λόγου του ποιήματος.
12. Ποιος είναι ο αφηγητής;
13.  Να εντοπίσετε ομοιότητες με τα κλέφτικα δημοτικά τραγούδια που ακολουθούν.

32

Παιδιά, σαν θέτε λεβεντιά και κλέφταις να γενήτε,
νεμένα να ρωτήσετε να σας ομολογήσω
της κλεφτουριάς τα βάσανα και των κλεφτών τα ντέρτια.
Μαύρη ζωή που κάνουμε εμείς οι μαύροι κλέφταις!
Ποτέ μας δεν αλλάζουμε και δεν ασπροφορούμε,
ολημερίς 'ς τον πόλεμο, τη νύχτα καραούλι.
Δώδεκα χρόνους έκαμα 'ς τους κλέφταις καπετάνιος.
Ζεστό ψωμί δεν έφαγα, δεν πλάγιασα σε στρώμα,
τον ύπνο δεν έχόρτασα, του ύπνου τη γλυκάδα,
το χέρι μου προσκέφαλο και το σπαθί μου στρώμα,
και το καριοφιλάκι μου σαν κόρη αγκαλιασμένο.

38, Ο ΓΕΡΟΣ ΚΛΕΦΤΗΣ

Γέρασα o μαύρος γέρασα, δε μπορώ 'α περπατήσω,
δε μπορώ 'ά σύρω τάρματα, τα γέρημα τσαπράζια,
τοις πέντε αράδες τα κουμπιά, τα φλωροκαπνισμένα.
Τουφέκι μου περήφανο, πιστόλια πέρα πέρα,
και συ σπαθί μου διμισκί με τη χρυσή τη χούφτα,
δεν πρέπεστε για κρέμασμα, κι' ουδέ για το παζάρι,
μόν πρέπεστε για λεβεντιά και για λιανή μεσούλα.

41

Ταντρειωμένου τάρματα δεν πρέπει να πουλειώνται,
μον' πρέπει τους 'ς την εκκλησιά κ' εκεί να λειτουργειώνται,
πρέπει να κρέμωνται ψηλά 'ς αραχνιασμένο πύργο,
να τρώη η σκουριά το σίδερο κ' ή γη τον αντρειωμένο.

43, ΤΟΥ ΚΛΕΦΤΗ ΤΟ ΚΙΒΟΥΡΙ

Ο ήλιος εβασίλευε κι' ο Δήμος παραγγέλνει:
Σύρτε, παιδιά μου, 'ς το νερό, ψωμί να φάτ' απόψε,
και συ Λαμπράκη μ' ανιψιέ, έλα κάτσε κοντά μου,
να σου χαρίσω τ' άρματα, να γένης καπετάνος.

Παιδιά μου μη μ' αφήνετε 'ς τον έρημο τον τόπο,
για πάρτε με και σύρτε με ψηλά 'ς την κρύα βρύση,
που ναι τα δέντρα τα δασιά, τα πυκναραδιασμένα.
Κόψτε κλαδιά και στρώστε μου και βάλτε με να κάτσω,
και φέρτε τον πνευματικό να με ξομολογήση,
για να του πω τα κρίματα, όσα χω καμωμένα
δώδεκα χρόνια αρματωλός, σαράντα χρόνια κλέφτης.

Και βγάλτε τα χαντζάρια σας, φκειάστε μ' ωριό κιβούρι
να ναι πλατύ για τάρματα, μακρύ για το κοντάρι.
Και 'ς τη δεξιά μου τη μεριά ν' αφήστε παραθύρι,
να μπαίνη ο ήλιος το πρωί και το δροσιό το βράδυ,
να μπανοβγαίνουν τα πουλιά, της άνοιξης ταηδόνια,
και να περνούν οι γέμορφαις, να με καλημεράνε.


Ο ήλιος εβασίλευε κι ο Δήμος διατάζει:
"Σύρτε παιδιά μου, στο νερό, ψωμί να φάτ' απόψε.
Κ'  εσύ, Λαμπράκη μ' ανιψιέ, κάθου εδώ κοντά μου.
Να! τ' άρματά μου φόρεσε, να είσαι καπετάνιος
κ' εσείς, παιδιά μου, πάρ(ε)τε το έρημο σπαθί μου.
Πράσινα κόψτε τα κλαδιά, στρώστε μου να καθίσω
και φέρτε τον Πνευματικό να με ξομολογήση,
να του ειπώ τα κρίματα, όσα έχω καμωμένα.
Τριάντα χρόνια αρματολός κ' είκοσι έχω κλέφτης
και τώρα μ' ήρθε ο θάνατος και θέλω να πεθάνω.
Κάμετε το κιβούρι μου, πλατύ, ψηλό να γένη,
να στέκ' ορθός να πολεμώ και δίπλα να γεμίζω,
κι από το μέρος το δεξί, αφήστε παραθύρι,
τα χελιδόνια να 'ρχονται, την άνοιξη να φέρνουν
και τα αηδόνια, τον καλό τον Μάη να με μαθαίνουν."



 

πηγές - δικτυογραφία


διαδραστικός χάρτης της Ελληνικής Επανάστασης


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου