O Κώστας Βάρναλης (14
Φεβρουαρίου 1884 – 16 Δεκεμβρίου 1974) ήταν Έλληνας ποιητής,
συγγραφέας και δημοσιογράφος. Γεννήθηκε στον Πύργο της Ανατολικής Ρωμυλίας,
σημερινό Μπουργκάς της Βουλγαρίας. Το 1898 τέλειωσε την βασική εκπαίδευση στο
Ελληνικό Σχολείο στην γενέτειρα του και συνέχισε τις σπουδές του αρχικά στην
Φιλιππούπολη και έπειτα, με την οικονομική στήριξη του Μητροπολίτη Αγχιάλου,
στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Κατά την περίοδο των σπουδών του δημοσίευσε ποιήματα
στο περιοδικό Ηγεσώ –στο οποίο συμμετείχε στην ίδρυσή του- και πήρε μέρος στο
γλωσσικό ζήτημα υπέρ του δημοτικισμού. Από το 1908, έχοντας πάρει το πτυχίο
φιλολογίας, ξεκίνησε να διδάσκει, πρώτα στον Πύργο, ύστερα στην Αμαλιάδα, και
μετά το 1924 στην Παιδαγωγική Ακαδημία Αθηνών. Από το 1910 εκτός της ποίησης,
ασχολήθηκε και με την μετάφραση αρχαίων κειμένων. Με υποτροφία πήγε 2 φορές στο
Παρίσι, το 1919 όταν και παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας, προσχωρώντας τότε
στον Μαρξισμό και το 1923, για ένα παιδαγωγικό σεμινάριο. Σε εκείνο το ταξίδι
γνώρισε την φοιτήτρια γαλλικής φιλολογίας και μετέπειτα ποιήτρια Δώρα Μουάτσου
την οποία θα παντρευτεί το 1929.
Το 1925 απολύθηκε από την εκπαίδευση καθώς οι πολέμιοι της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης την οποία υποστήριζε ο Βάρναλης, στηριχτήκαν σε κάποια αποσπάσματα του από το έργο του «Το φως που καίει» για να τον κατηγορήσουν. Έκτοτε έζησε ως συνεργάτης σε πολλά περιοδικά, εφημερίδες και εγκυκλοπαίδειες, γράφοντας άρθρα, κριτικά κείμενα, πεζογραφήματα και ποιήματα. Το 1926 έλαβε μέρος στο διεθνές συνέδριο συγγραφέων στην Μόσχα, το 1935 στάλθηκε εξορία στον Άγιο Ευστράτιο λόγω των αριστερών του πεποιθήσεων. Στην κατοχή πήρε μέρος στην Αντίσταση ως μέλος του ΕΑΜ. Το 1956 τιμήθηκε από την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών και το 1959 του δόθηκε το βραβείο Λένιν. Το 1965 εκδόθηκε η τελευταία ποιητική συλλογή του. Πέθανε στις 16 Δεκεμβρίου 1974. Ο Βάρναλης παρότι ήταν εξαίρετος πεζογράφος, έχει μείνει στην ιστορία ως μεγάλος ποιητής, τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Ειδικά τα ποιήματα του «Οι μοιραίοι», «Η μάνα του Χριστού», «ο κυρ Μέντιος» έχουν χαρακτηριστεί από πολλούς σαν από τα ωραιότερα της ελληνικής ποίησης.
Το 1925 απολύθηκε από την εκπαίδευση καθώς οι πολέμιοι της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης την οποία υποστήριζε ο Βάρναλης, στηριχτήκαν σε κάποια αποσπάσματα του από το έργο του «Το φως που καίει» για να τον κατηγορήσουν. Έκτοτε έζησε ως συνεργάτης σε πολλά περιοδικά, εφημερίδες και εγκυκλοπαίδειες, γράφοντας άρθρα, κριτικά κείμενα, πεζογραφήματα και ποιήματα. Το 1926 έλαβε μέρος στο διεθνές συνέδριο συγγραφέων στην Μόσχα, το 1935 στάλθηκε εξορία στον Άγιο Ευστράτιο λόγω των αριστερών του πεποιθήσεων. Στην κατοχή πήρε μέρος στην Αντίσταση ως μέλος του ΕΑΜ. Το 1956 τιμήθηκε από την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών και το 1959 του δόθηκε το βραβείο Λένιν. Το 1965 εκδόθηκε η τελευταία ποιητική συλλογή του. Πέθανε στις 16 Δεκεμβρίου 1974. Ο Βάρναλης παρότι ήταν εξαίρετος πεζογράφος, έχει μείνει στην ιστορία ως μεγάλος ποιητής, τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Ειδικά τα ποιήματα του «Οι μοιραίοι», «Η μάνα του Χριστού», «ο κυρ Μέντιος» έχουν χαρακτηριστεί από πολλούς σαν από τα ωραιότερα της ελληνικής ποίησης.
Ήρθα σ’ εσένα που δεσμά δεν ξέρεις,
Νύχτα ονειρομάνα,
ψηλά στην ξάγναντη κορφή,
ρίγος κοινό να κρούει τα πεύκα, την
καρδιά μου και τον μέγα
χορό των άστρων σου, αδερφή.
Στα νύχια απάνω τρέμουλο τάνυσα το
λιανό κορμί μου,
την αγκαλιά ’νοιξα σταυρό
κι έκραξα μ’ όση δύναμη μου αφήσαν
άφθαρτην οι πόνοι
κι οι πεθυμιές με τον καιρό.
Κι έτσι σε κοίταξα πολύ, που γέμισαν
νερά και σπίθες
τα μάτια, όλο στα νύχια τανυστός.
Κι ένιωσα οι ρίζες μου της ζωής να
ξεκολλάν και να βυθάνε
μες στο καθάριο Πνέμα του Παντός.
Ως έκραξα, έτσι κι έγινε. Διπλά
φτερούγια με σηκώσαν,
η ίδια μου ανάσα με ύψωνε ώς εκεί·
σπαράζοντας μέρες πολλές και νύχτες
το ’χα μελετήσει:
ήμουνα λεύτερη ψυχή!
Μα, ως έκαμα να κατεβώ στον Κόσμο, τη
χαρά να σείσω
δαυλόν, που η φλόγα δεν τον καταλεί,
τα πόδια αιστάνθηκα στο χώμα
καρφωμένα· και στα χέρια
αλυσίδες τριπλές· βάρος πολύ.
Κι έκλαψα. Πόσο; Στα βαθιά λάλησε ο
κόκορας αλώνια
κι άκουσα ν’ ανεβαίνει μιαν ηχή:
«Τη λευτεριά δεν τη ζητάν με
παρακάλια, τηνε παίρνουν,
με τα δικά τους χέρια, μοναχοί.
Αν δεν υπάρχει όξω από σένα, ούτε και
μέσα στην ψυχή σου
έργο δικό της θα την βρεις.
Από τους λίγους, που την έχουν, πάρ’
τη να τηνε δώσεις σ’ όλους
μ’ όλους μαζί να τη χαρείς.
Όπου κι αν πας, θα κουβαλείς τα
σίδερα, που σου τα βάλαν
οι όμοιοι σου κι όχ’ οι ουρανοί.
Όσο μαζεύεις την ψυχή σου, την
παρθενιά της για να σώσεις,
τόσο την κάνεις πιο στενή.
Την ύπαρξή σου την οκνή για να πλαταίνεις,
να βαθαίνεις,
σμίξε με τον αμέτρητο Αριθμό!
Μέσα στου πόνου, που βογκά, την άσωτη
Άβυσσο κατέβα.
Κει θά βρεις της Αλήθειας το Ρυθμό.
Της Ιστορίας το Νόμο ακλούθα πρώτος
φωτεινά, δεν έχεις
Μοίρα δικιά σου για οδηγό.
Από τη Βία δε σε λυτρώνουν παρακάλια,
καλοσύνη
και το ξετύλιμα τ’ αργό…»
Αντάρ’ από τη γης υψώθη. Η αυγή στον
ουρανόν αντίκρα.
Άκουσα να βαρούν σπαθιά,
πελέκια και λοστοί. Πηχτό ποτάμι
φούσκωνεν αιμάτου.
Η Πολιτεία σωριάζονταν βαθιά.
Μέσα σε φλόγες και καπνούς ανάμαλλ’
είδα να ξετρέχει
τους άνομους γιγάντια Δίκη.
Και με τρεχάματα τρελά, μ’ αλαλητά
του θανατά
στα Τάρταρα γκρεμίζονταν οι Λύκοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου