Τοπανάς (Παλιά πόλη), Χανιά |
Στα καλντερίμια της ξανά
σέρνω τα βήματά μου,
στον ίσκιο, στα μπεντένια της, στους θρύλους της
να ζήσω.
Μες στα στενά σοκάκια της άφησα την καρδιά μου,
και τώρα πια, αχ, δεν μπορώ να τήνε πάρω πίσω.
Στα ξύλινα μπαλκόνια της άνθισαν οι λαχτάρες.
Πλάι στους κρίνους λυγερές με μάτια φλογισμένα,
καντάδες, πόθοι, θύμησες, οράματα, κιθάρες,
σουρντίνα, κρυφομίλημα, λυγμός τα περασμένα.
Κι όλα μιλούν μες στην ψυχή, τα γιασεμιά, τ’ αμπέρια,
οι Χιόνες, το Λιμάνι της, ο Φάρος, τ’ ακρογιάλι,
σα να ’ναι χτες που λίκνιζα με συντροφιά τ’ αστέρια,
τα όνειρα, και έσβηνε το σούρουπο αγάλι.
Γεμάτα γλάστρες τα στενά, ο Τοπανάς, οι ρούγες,
ανθώνες στις καλοκαιριές, στις θύελλες ταμπούρια,
Καμαρωτή η πόλη μας στου χρόνου τις φτερούγες
λαμποκοπά· ακούγονται διθύραμβοι και θούρια.
στον ίσκιο, στα μπεντένια της, στους θρύλους της
να ζήσω.
Μες στα στενά σοκάκια της άφησα την καρδιά μου,
και τώρα πια, αχ, δεν μπορώ να τήνε πάρω πίσω.
Στα ξύλινα μπαλκόνια της άνθισαν οι λαχτάρες.
Πλάι στους κρίνους λυγερές με μάτια φλογισμένα,
καντάδες, πόθοι, θύμησες, οράματα, κιθάρες,
σουρντίνα, κρυφομίλημα, λυγμός τα περασμένα.
Κι όλα μιλούν μες στην ψυχή, τα γιασεμιά, τ’ αμπέρια,
οι Χιόνες, το Λιμάνι της, ο Φάρος, τ’ ακρογιάλι,
σα να ’ναι χτες που λίκνιζα με συντροφιά τ’ αστέρια,
τα όνειρα, και έσβηνε το σούρουπο αγάλι.
Γεμάτα γλάστρες τα στενά, ο Τοπανάς, οι ρούγες,
ανθώνες στις καλοκαιριές, στις θύελλες ταμπούρια,
Καμαρωτή η πόλη μας στου χρόνου τις φτερούγες
λαμποκοπά· ακούγονται διθύραμβοι και θούρια.
Κ. Χιωτάκης, «Παλιά πόλη»,
Ανηφόρες και Καλντερίμια, Ποιήματα, Σύγχρονη Εποχή, 1984
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου