Blogger Widgets

Τετάρτη 24 Απριλίου 2013

Γιώργος Δροσίνης


Δε θέλω του κισσού


Δε θέλω του κισσού το πλάνο ψήλωμα
Σε ξένα αναστυλώματα δεμένο.
Ας είμαι ένα καλάμι, ένα χαμόδεντρο.
Μα όσο ανεβαίνω, μόνος ν’ ανεβαίνω.

Δε θέλω του γυαλιού το λαμπροφέγγισμα,
Που δείχνεται άστρο με του ήλιου τη χάρι.
Θέλω να δίνω φως από τη φλόγα μου,
Κι ας είμαι κι ένα ταπεινό λυχνάρι.


   Φωτερά σκοτάδια. Ι.Ν. Σιδέρης, 1915. 78.
      

"Πολλοί γρ εσ κλητοί, λίγοι δ κλεκτοί."
κατά Ματθαίον κβ'

Σάββατο 20 Απριλίου 2013

Κωνσταντίνος Καβάφης

2013, έτος Κ. Καβάφη

"φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον"

η εναλλαγή των εποχών, της Μαρίας Καρ. του α1


εποχές from zazagina
 Μπράβο, Μαρία! 

Του κουτιού τα παραμύθια

 Η Σταχτοπούτα και το φάντασμα 


Η παιδική σειρά Του Κουτιού τα παραμύθια μεταδόθηκε τη δεκαετία του 1980 από την ΕΡΤ. Ήταν μία ιδέα της Οικογένειας Σοφιανού.

Υπόθεση

Στην σειρά αυτή της οικογένειας Σοφιανού πρωταγωνιστούσε ένα μικρό κορίτσι, η Παρασκευούλα (Παρασκευή Γεωργιάδου), το οποίο είχε κρυμμένο κάτω από το κρεβάτι της ένα μεγάλο κουτί. Μέσα σε αυτό το κουτί υπήρχε ένας ολόκληρος μαγικός κόσμος γεμάτος παραμύθια. Τέσσερις υπέροχες φιγούρες, φίλοι της Παρασκευούλας, ήταν οι μεγάλοι παραμυθάδες που έλεγαν ιστορίες από κάθε γωνιά της γης. Ο Ρούχλας (Παύλος Κοντογιαννίδης), ο Φιόγκος (Φαίδων Σοφιανός), ο Σεβαστιανός (Παύλος Χαϊκάλης) και η Μελιά (Ήβη Σοφιανού). Η σειρά είχε πολύ μεγάλη επιτυχία κατά την πρώτη της προβολή στα τέλη της δεκαετίας του ΄80 (1987) και οι επαναλήψεις της συνεχίζονται μέχρι σήμερα - με φανατικούς τηλεθεατές - από την κρατική τηλεόραση.
Η ιδέα, το σενάριο και οι στίχοι ήταν της Ήβης Σοφιανού. Η πρωτότυπη για κάθε επεισόδιο μουσική ήταν του Φαίδωνα Σοφιανού.

Τραγούδι

Aνοιξε αυτό το κουτί
παραμύθι να ακουστεί
η φαντασία σου κι η μουσική μας
σε ταξιδεύουνε στα πέρατα της γης.

Βιβλίο είν' ή μήπως σκηνή
μία ευχή και θα φανεί
και οι φιγούρες μας παραμυθάδες...

Ή μήπως είμαστε
Ή μήπως είμαστε
Ή μήπως είμαστε
τρελοί τραγουδιστάδες...

Φα δίεση ο Φιόγκος
και ο Ρούχλας είναι Λα
ο Σεβαστιανός διηγείται στη γραμμή του Σι
και στο μι τραγουδάει παραμύθια η Μελιά

(πηγή : http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A4%CE%BF%CF%85_%CE%9A%CE%BF%CF%85%CF%84%CE%B9%CE%BF%CF%8D_%CF%84%CE%B1_%CE%A0%CE%B1%CF%81%CE%B1%CE%BC%CF%8D%CE%B8%CE%B9%CE%B1)
Απολαύστε ένα υπέροχο παραμύθι διαφορετικό από τα συνηθισμένα.
 

 

Τάσος Λειβαδίτης

Ο Αναστάσιος-Παντελεήμων Λειβαδίτης (20 Απριλίου 1922 -30 Οκτωβρίου 1988) ήταν σημαντικός Έλληνας ποιητής. Γιος του Λύσανδρου και της Βασιλικής, γεννήθηκε στην Αθήνα το βράδυ της Αναστάσεως του 1922 είχε τέσσερα μεγαλύτερα αδέρφια, μια αδερφή και τρεις αδερφούς. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όμως τον κέρδισε η λογοτεχνία και συγκεκριμένα η ποίηση. Ανέπτυξε έντονη πολιτική δραστηριότητα στο χώρο της αριστεράς με συνέπεια να εξοριστεί από το 1947 έως το 1951. Στο Μούδρο, στη Μακρόνησο και μετά στον Αϊ Στράτη κι από κει στις φυλακές Χατζηκώστα στην Αθήνα, απ' όπου αφέθηκε ελεύθερος το 1951. Το «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου» θεωρήθηκε «κήρυγμα ανατρεπτικό» και κατασχέθηκε. Τελικά το δικαστήριο (Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, 10 Φεβρουαρίου 1955) τον απάλλαξε λόγω αμφιβολιών.
Στο ελληνικό κοινό ο Τάσος Λειβαδίτης εμφανίστηκε το 1946, μέσα από τις στήλες του περιοδικού Ελεύθερα Γράμματα (τεύχ. 55,15-11-46) με το ποίημα «Το τραγούδι του Χατζηδημήτρη». Το 1947 συνεργάστηκε στην έκδοση του περιοδικού «Θεμέλιο». Το 1952 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική σύνθεση με τίτλο «Μάχη στην άκρη της νύχτας» και εργάστηκε επίσης σαν κριτικός ποίησης στην εφημερίδα Αυγή, από το 1954 - 1980 (με εξαίρεση τα έτη 1967-74 που η εφημερίδα είχε κλείσει λόγω δικτατορίας) και το περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης» (1962-1966), όπου δημοσίευσε πολιτικά και κριτικά δοκίμια.
Στο διάστημα της Χούντα των Συνταγματαρχών ο ποιητής για βιοποριστικούς λόγους μεταφράζει ή διασκευάζει λογοτεχνικά έργα για λαϊκά περιοδικά ποικίλης ύλης με το ψευδώνυμο Pόκκος. Αδερφός του ήταν ο ηθοποιός Αλέκος Λειβαδίτης και ανιψιός του ο ηθοποιός Θάνος Λειβαδίτης.
Ο Τάσος Λειβαδίτης πέθανε στην Αθήνα 30 Οκτωβρίου 1988, στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο από ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής. Μετά το θάνατό του εκδόθηκαν χειρόγραφα ανέκδοτα ποιήματά του με τον τίτλο «Χειρόγραφα του Φθινοπώρου». (πηγή : http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A4%CE%AC%CF%83%CE%BF%CF%82_%CE%9B%CE%B5%CE%B9%CE%B2%CE%B1%CE%B4%CE%AF%CF%84%CE%B7%CF%82).



πίλογος (Φυσάει)

ταν νας νέος χρός. Καθόταν στ πεζοδρόμιο.
Χειμ
νας, κρύωνε.
Τί περιμένεις; το
λέω.
Τ
ν λλον αἰῶνα, μο λέει.
Πο ν πάω
σο γι μένα, μεινα πάντα νας πλανόδιος πωλητς λλοτινν πραγμάτων,
λλά… λλ ποις σήμερα ν᾿ γοράσει μπρέλες π ρχαίους κατακλυσμούς.
Χρωματίζω πουλι κα περιμένω ν κελαηδήσουν
λλ μι μέρα δν ντεξα.
μένα μ γνωρίζετε, τος λέω.
χι, μο λένε.
τσι πρα τν κδίκησή μου κα δ στερήθηκα ποτ τος μακρινος χους.
Τραγουδάω, πως τραγουδάει τ ποτάμι
Κι στερα στ νοσοκομεο πο μ πγαν βιαστικά…
Τί
χετε, μο λένε.
γώ; γ τίποτα, τος λέω. Μόνο πέστε μου γιατί μς μεταχειρίστηκαν,
μ
᾿ ατν τν τρόπο.
Τ βράδυ χω βρε ναν ραο τρόπο ν κοιμμαι.
Το
ς συγχωρ ναν-ναν λους.
λλοτε πάλι θέλω ν σώσω τν νθρωπότητα,
λλ κείνη ρνεται.
μως πόψε, βιάζομαι πόψε,
ν
παραμερίσω λη τ λησμονι
κα
στ θέση τς ν᾿ κουμπήσω,
μι
μικρ νεμώνη.
Κύριε, μάρτησα νώπιόν σου, νειρεύτηκα πολ
μι
μικρ νεμώνη. τσι ξέχασα ν ζήσω.
Μόνο καμι
φορ μ᾿ να μυστικ πο τ ᾿χ μάθει π παιδί,
ξαναγύριζα στ
ν ληθιν κόσμο, λλ κε κανες δ μ γνώριζε.
Σ
ν τος θαυματοποιος πο λη τ μέρα χάρισαν τ᾿ νειρα στ παιδι
κα
τ βράδυ γυρίζουν στς σοφίτες τος πι φτωχο κι π᾿ τος γγέλους.
Ζήσαμε πάντοτε λλο.
Κα
μόνο ταν κάποιος μς γαπήσει, ρχόμαστε γι λίγο
κι
ταν δν πεθαίνει νας γι τν λλον εμαστε κιόλας νεκροί.
Sos, sos, sos, sos
Φυσάει
πόψε φυσάει,
τρέχουν ο
δρόμοι λαχανιασμένοι φυσάει,
κάτω
π τς γέφυρες φυσάει,
μ
ς στς κιθάρες φυσάει.
Φυσάει πόψε φυσάει,
μ
ς στς κιθάρες φυσάει.
Δώσ᾿ μου τ χέρι σου φυσάει,
δώσ
᾿ μου τ χέρι σου


Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
δεν θα πάψεις ούτε στιγμή ν’ αγωνίζεσαι για την ειρήνη και για το δίκαιο.
Θα βγεις στους δρόμους, θα φωνάξεις, τα χείλια σου θα ματώσουν απ’ τις φωνές
το πρόσωπό σου θα ματώσει από τις σφαίρες – μα ούτε βήμα πίσω.
Κάθε κραυγή σου μια πετριά στα τζάμια των πολεμοκάπηλων
Κάθε χειρονομία σου σα να γκρεμίζει την αδικία.
Και πρόσεξε: μη ξεχαστείς ούτε στιγμή.
Έτσι λίγο να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια
αφήνεις χιλιάδες παιδιά να κομματιάζονται την ώρα που παίζουν ανύποπτα στις
πολιτείες
μια στιγμή αν κοιτάξεις το ηλιοβασίλεμα
αύριο οι άνθρωποι θα χάνουνται στη νύχτα του πολέμου
έτσι και σταματήσεις μια στιγμή να ονειρευτείς
εκατομμύρια ανθρώπινα όνειρα θα γίνουν στάχτη κάτω από τις οβίδες.
Δεν έχεις καιρό
δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί ν’ αφήσεις τη μάνα σου, την αγαπημένη
ή το παιδί σου.
Δε θα διστάσεις.
Θ’ απαρνηθείς τη λάμπα σου και το ψωμί σου
Θ’ απαρνηθείς τη βραδινή ξεκούραση στο σπιτικό κατώφλι
για τον τραχύ δρόμο που πάει στο αύριο.
Μπροστά σε τίποτα δε θα δειλιάσεις κι ούτε θα φοβηθείς.
Το ξέρω, είναι όμορφο ν’ ακούς μια φυσαρμόνικα το βράδυ,
να κοιτάς εν’ άστρο, να ονειρεύεσαι
είναι όμορφο σκυμένος πάνω απ’ το κόκκινο στόμα της αγάπης σου
Να την ακούς να σου λέει τα όνειρα της για το μέλλον.
Μα εσύ πρέπει να τ’ αποχαιρετήσεις όλ’ αυτά και να ξεκινήσεις
γιατί εσύ είσαι υπεύθυνος για όλες τις φυσαρμόνικες του κόσμου,
για όλα τ’ άστρα, για όλες τις λάμπες και
για όλα τα όνειρα
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί να σε κλείσουν φυλακή για είκοσι ή
και περισσότερα χρόνια
μα εσύ και μες στη φυλακή θα θυμάσαι πάντοτε την άνοιξη,
τη μάνα σου και τον κόσμο.
Εσύ και μες απ’ το τετραγωνικό μέτρο του κελιού σου
θα συνεχίσεις τον δρόμο σου πάνω στη γη.
Κι όταν μες στην απέραντη σιωπή, τη νύχτα
θα χτυπάς τον τοίχο του κελιού σου με το δάχτυλο
απ’ τ’ άλλο μέρος του τοίχου θα σου απαντάει η Ισπανία.
Εσύ, κι ας βλέπεις να περνάν τα χρόνια σου και ν’ ασπρίζουν
τα μαλλιά σου
δε θα γερνάς.
Εσύ και μες στη φυλακή κάθε πρωί θα ξημερώνεσαι πιο νέος
Αφού όλο και νέοι αγώνες θ’ αρχίζουνε στον κόσμο
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
θα πρέπει να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό.
Αποβραδίς στην απομόνωση θα γράψεις ένα μεγάλο τρυφερό
γράμμα στη μάνα σου
Θα γράψεις στον τοίχο την ημερομηνία, τ’ αρχικά του ονόματος σου και μια λέξη:
Ειρήνη
σα να ‘γραφες όλη την ιστορία της ζωής σου.
Να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό
να μπορείς να σταθείς μπροστά στα έξι ντουφέκια
σα να στεκόσουνα μπροστά σ’ ολάκαιρο το μέλλον.
Να μπορείς, απάνω απ’ την ομοβροντία που σε σκοτώνει
εσύ ν’ ακούς τα εκατομμύρια των απλών ανθρώπων που
τραγουδώντας πολεμάνε για την ειρήνη.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

 

ιστοσελίδες αφιερωμένες στον ποιητή και το έργο του