Aυτά
τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό,
αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ' τα ξένα βήματα,
αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο,
αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο.
Γιάννης Ρίτσος Ρωμιοσύνη
Στέλιου
Ξεφλούδα, Άνθρωποι του μύθου (απόσπασμα)
Α'
ΠΟΡΕΙΑ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ
Οδεύουμε μέσα στο φθινόπωρο. Η νύχτα είναι ψυχρή κι ανατριχιάζει. Μόλις ένα
φεγγάρι έγραψε την καμπύλη του στον ουρανό. Οι στρατιώτες κινιούνται αργά σε
μια ατέλειωτη γραμμή πάνου στον άσπρο δρόμο. Η μεγάλη πεδιάδα της Μακεδονίας,
τα δέντρα, όπως υψώνουνται πυκνά εδώ κ' εκεί σα μια όαση στην έρημο, τα χωριά
στο βάθος που κοιμούνται, παίρνουν μιαν έκφραση αμφίβολη και ρευστή κάτου απ'
τ' αδύνατο φως. Όλο αυτό το τοπίο, σου δίνει την εντύπωση της έρημου, όπως χάνεται
ατάραχη και σιωπηλή κάτου απ' τ' άστρα. Οι στρατιώτες βαδίζουν αργά, δεν πατούν
σταθερά στο έδαφος, τρικλίζουν σ' ένα χάος από κούραση και ύπνο. Τ' άσπρο άλογο
προχωρεί σα φάντασμα ανάμεσα στη σιωπή της κοιμισμένης πεδιάδας.
Πίσω από
τους στρατιώτες ακολουθούν τ' αμάξια, το ένα ύστερα απ' τ' άλλο και γεμίζουν τη
νύκτα μ' έναν κρότο μονότονο. Μόλις γυρίζουν οι τροχοί τους. Τ' αμάξια, η
κοιμισμένη πεδιάδα, οι ανακατωμένες σκιές των στρατιωτών, τ' άλογο που μετράει
τα βήματά του, χάνουν την πραγματική τους μορφή, διαλύονται, γίνουνται ένα
όνειρο.
Κανείς δε
βλέπει κανένα δρόμο, αν και ο δρόμος βρίσκεται κάτου, απ' τα πόδια του. Ο ένας
πηγαίνει πίσω απ' τον άλλο, σα να μη μπορεί να κάνει διαφορετικά, να είναι
δεμένος ο καθένας με τον προηγούμενό του και πάντα η ανθρώπινη σειρά
καταστρέφεται, οι στρατιώτες ανακατώνονται, πυκνώνουν, φαίνουνται σαν σκοτεινοί
όγκοι, που κινιούνται αποχωρισμένοι μεταξύ τους, κάποτε ένας πέφτει στην άκρη
του δρόμου, άλλος στέκεται ακίνητος και δεν προχωρεί και τ' άστρα στον ουρανό
τρέμουν. Τα μάτια, που κλείνουν απ' τον ύπνο, δε βλέπουν κανένα δρόμο ούτε τ'
άστρα, κοιτάζουν μονάχα τον ύπνο. Τ' αμάξια κοιμισμένα ακολουθούν αργά κ' οι
ρόδες τους τρίζουν πάντα μονότονα.
Κάποτε
περνούμε ανάμεσα από χωριά βυθισμένα στον ύπνο που ξυπνούν απότομα απ' τα
βήματα μας, απ' τον κρότο που κάνουν τα καρφιά απ' τα παπούτσια μας. Ανοίγουμε
τα μάτια κ' είναι σα να μην καταλαβαίνουμε τίποτα, σα να νειρευόμαστε
κοιμισμένοι. Γυναίκες βγαίνουν στα παράθυρα και μπορεί να κλαίνε σιωπηλά μέσα
στη νύχτα χωρίς να τις βλέπουμε, να παρακαλούν το θεό χωρίς να τις ακούμε, οι
άντρες κατεβαίνουν στο δρόμο, μας μιλάν, τι ήρεμη η φωνή τους, μας
επαναλαμβάνουν «στο καλό», δεν τρέμει καθόλου η φωνή τους, πόσο θα ήθελαν να
γίνουν ένα μαζί μας, νάρθουν μαζί μας, είναι ο λαός που κάνει αυτόν τον πόλεμο
κι αυτός ο πόλεμος είναι δίκαιος.
Ατέλειωτος
γύρω μας ο κάμπος της Μακεδονίας. Οι λιγνές λεύγες διακρίνουνται καθαρά στην
άκρη του δρόμου σαν να μας αποχαιρετούν, τα αμάξια με τα ισχνά βώδια σέρνονται
αργά κάτου απ' τα άστρα που τρέμουν και γεμίζουν τη νύχτα με το μονότονο κρότο
τους. Πηγαίνουμε να πολεμήσουμε στην Αλβανία.
[πηγή:
Στέλιου Ξεφλούδα, Άνθρωποι του
μύθου, Εκδόσεις Σαλίβερου, Αθήνα 1944, σ. 5-7]
Γιώργος Σεφέρης, Μέρες Δ’
Αυτό το δέντρο με
τα κλαδιά που σπάζουν και που ματώνουν
εσείς κι εγώ: είμαστε όλοι μαζί αυτό το δέντρο
κι ο άνεμος φυσά κουρελιάζοντας ένα χρώμα ρόδινης καταχνιάς.
Ό,τι μου πείτε το λέω κι ό,τι γυρέψετε το γυρεύω
με το μαρτύριο της σάρκας και τα παγωμένα δάχτυλα στη σκέψη
και φτερουγίσματα πουλιών που δε γνωρίσαμε ποτέ
παίζοντας παίζοντας παίζοντας μέσα στο αίμα.
Και ο θάνατος —πόσο παράξενο— που χρόνια κάθουνταν σ' ένα σκαμνί κοντά μου
έγινε στάχτη, έγινε καταχνιά, και καταργήθηκε.