Ο Αλφόνς ντε Λαμαρτίν
(Alphonse Marie Louis de Prat de Lamartine)
ήταν Γάλλος ρομαντικός ποιητής, επίσης μυθιστοριογράφος, ιστοριογράφος και
πολιτικός. Γεννήθηκε στις 21 Οκτωβρίου του 1790, ο πατέρας του ήταν
αριστοκράτης ο οποίος μάλιστα είχε φυλακιστεί κατά την γαλλική επανάσταση. Ο
μικρός Αλφόνς έμαθε τα πρώτα γράμματα από την μητέρα του, μετά φοίτησε σε ένα
θρησκευτικό κολλέγιο. Από μικρός είχε ζωηρή φαντασία και μια έντονα
συναισθηματική και ρομαντική φύση. Το 1811-1812 ταξίδεψε στην Ιταλία για λόγους
υγείας, εκεί ερωτεύτηκε μια φτωχή κοπέλα σε ένα ψαροχώρι την οποία αργότερα
απαθανάτισε στο μυθιστόρημά του Γκρατσιέλλα. Το 1816, κατά την διάρκεια των
διακοπών στις όχθες της λίμνης Μπουρζέ, σχετίστηκε με μία γυναίκα παντρεμένη
και βαριά άρρωστη, όταν εκείνη πέθανε, έγραψε το ποίημα «Λίμνη» το οποίο
συμπεριλήφθηκε στην συλλογή του «Ποιητικοί ρεμβασμοί». Η συλλογή αυτή, με την
οποία έγινε διάσημος, εκδόθηκε το 1820 δίνοντας μια νέα πνοή στην ρομαντική
ποίηση, προσφέροντας της μια πιο τρυφερή και μουσική διάσταση. Την ίδια χρονιά
παντρεύτηκε μια πλούσια Aγγλίδα και μπήκε στο διπλωματικό σώμα.
Το
1824 διορίστηκε γραμματέας της γαλλικής πρεσβείας στην Φλωρεντία και το 1829
έγινε μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας. Το 1833 εκλέχτηκε βουλευτής, το 1834
ταξίδεψε σε Ελλάδα, στην Τουρκία, στη Συρία, στην Παλαιστίνη και στο Λίβανο, σε
αυτή την περιοδεία αρρώστησε και πέθανε η δεκάχρονη κόρη του. Το 1848 έγινε για
μερικές εβδομάδες πρόεδρος της γαλλικής κυβέρνησης. Παρότι γόνος αριστοκρατικής
οικογένειας ο Λαμαρτίν είχε δημοκρατικές ιδέες και τάχθηκε με την εργατική τάξη
αναγνωρίζοντας πως βρισκόταν σε άθλια κατάσταση. Συμμετείχε στην επανάσταση του
1848 και πήρε μέρος στη δημοκρατική κυβέρνηση, μετά την ανακήρυξη της δεύτερης
αυτοκρατορίας το 1851 απομακρύνθηκε από την πολιτική. Ο Λαμαρτίν ζούσε
πολυδάπανα και ήταν ιδιαίτερα γενναιόδωρος, σπατάλησε τη μεγάλη του περιουσία
και την περιουσία της γυναίκας του, εκχώρησε και τα ποσοστά από τις εκδόσεις
των έργων του και για πρώτη φορά στην ζωή του, το 1856, αντιμετώπισε πρόβλημα
επιβίωσης. Τα τελευταία του χρόνια συνεργαζόταν με εφημερίδες και περιοδικά κι
έγραφε κατά παραγγελία για να ζήσει. Πέθανε στις 28 Φεβρουαρίου 1869.
"Η λίμνη"
Μετάφραση : Αριστοτέλης Βαλαωρίτης
Πάντα λοιπὸν θὰ
τρέχωμε πρὸς ἄγνωστο ἀκρογιάλι,
θὰ
καταποντιζώμεθα στοῦ
τάφου τὴ
νυχτιά,
χωρὶς
ποτ' ἕνα
ἀπάνεμο μὲς στὴν ἀνεμοζάλη,
οὔτ'
ἕνα καταφύγιο στὴ βαρυχειμωνιά!
Κύτταξε, λίμνη, κύτταξε! Δὲν ἔκλεισ'
ἕνας χρόνος
πὤπαιζε
μὲ τὸ κῦμά σου χαρούμενη, τρελλή,
καὶ
τώρα, τώρα ὁ
δύστυχος, κάθομαι, λίμνη, μόνος
στὴν
πέτρα ἐδ'
ὅπου πάντοτε μᾶς ἔβλεπες
μαζί.
Καθὼς
καὶ
τώρα ἐμούγκριζες
καὶ
τότε ἀγριεμμένη
κ' ἐξέσχιζες
τὰ στήθη σου στοῦ βράχου τὰ πλευρά,
ἀνήσυχη ἐπαράδερνες
στὴν ἄκρη θυμωμένη
κ' ἐρράντιζες
τὰ πόδια της μὲ τὸν ἀφρὸ
συχνά.
Θυμᾶσαι,
λίμνη, μόνοι μας μιὰ
νύχτα ἐγὼ κ' ἐκείνη
ἐλάμναμε ἄφωνοι οἱ
φτωχοὶ
στὰ
κρύα σου νερά,
τ' ἀγέρι
δὲν ἀνάσαινε,
εἶχες καὶ σὺ γαλήνη,
στὸν ὕπνο σου δὲν ἄκουες
παρὰ τὰ δυὸ
κουπιά.
Μὲ
μιᾶς
τραγοῦδι
οὐράνιο, πρωτάκουστο, δροσᾶτο
τὸ
γέρο τὸν ἀντίλαλο τριγύρω μας ξυπνᾷ.
Ἔμειν' εὐθὺς παράλυτο τὸ κῦμα
σου τὸ ἀφρᾶτο
καὶ
τέτοια λόγια ἀκούστηκαν,
θυμᾶσαι;
ἁρμονικά·
«Δίπλωσε, Χρόνε, δίπλωσε τ' ἀκούραστα φτερά σου
ὥραις γλυκαῖς, μὴν
τρέχετε, σταθῆτε
μιὰ
στιγμή,
καὶ σὺ μὴ
φεύγῃς,
νύχτα μου, μὲ τὴν ἀστροφεγγιά
μου,
τώρα, ποὺ ζευγαρώσαμε, εἶν' εὔμορφη
ἡ ζωή.
«Τοῦ
κόσμου αὐτοῦ τὰ
βάσανα, τὴν ἐρημιά, τὴ φτώχεια
θέλουν νὰ φύγουν ἄμετροι· γι' αὐτοὺς
γοργὰ
γοργά,
Χρόνε μου, πέτα κι' ἄφησε στοῦ ἔρωτα
τὰ βρόχια
τὰ
δυό μας νὰ
χορτάσουμε τόσο γλυκειὰ
σκλαβιά.
«Τοῦ
κάκου! Ἡ ὥραις φεύγουνε. Κἀνεὶς
δὲ μὲ
προσμένει...
Κἀνεὶς δὲ
μ' ἀκουρμαίνεται...
Ἡ νύχτα εἶναι σκληρή...
Ἀχνίζουν τ' ἄσπρα, χάνονται... Κρυφὰ κρυφὰ
προβαίνει
τἄσπλαχνο
γλυκοχάραμα... Λυπήσου μας, αὐγή!...
«Τοῦ
κάκου! Ὅλα
ξεγέλασμα, εἶν'
ὄνειρα καὶ πλάνη,
ζωή μας εἶν' ἡ ἀγάπη μας καὶ μοναχή χαρά,
ἂς μὴ
ζητοῦμε
ἀνύπαρκτο στὸν κόσμο ἄλο λιμάνι,
τοῦ
χρόνου ἡ ἄγρια θάλασσα δὲν ἔχει
ἀκρογιαλιά.
«Χρόνε ζηλιάρη, δύστυοπε! Πέ μου, γιατὶ νὰ
σβυώνται,
σἄν ἀστραπὴ νὰ φεύγουνε ἡ ὥραις
τῆς χαρᾶς,
καθὼς
πετοῦν
καὶ
φεύγουνε χωρὶς
νὰ λησμονιῶνται
κ' ἡ
μαύραις, κ' ἡ ὁλόπικραις στιγμαῖς τῆς
συμφορᾶς;
«Ἀπ'
τὴ βαθειὰ τὴν ἄβυσσον,
ὁποῦ μᾶς καταπίνει,
ἀπ' τὴν
αἰωνιότητα, ὁπο μᾶς
πλημμυρεῖ,
τίποτε, Χρόνε, τίποτε στὸ φῶς
δὲν ἀναδίνει,
δὲν
ξεφυτρώνει τίποτε... ὅλα
τὰ τρῶς ἐσύ.
«Λοιπόν, ἀπ' ὅσα
ἐχάρηκα δὲ θ' ἀπομείνῃ τρίμμα,
δὲν
θὰ ν' ἀφήσω
τίποτα σ' αὐτὴν τὴ
μαύρη γῆ!
Ἀπ' τὸ
γοργό μας πέρασμα δὲν
εἶναι τὰχα
κρῖμα
νὰ μὴ σωθῇ ἕνα πάτημα, ὦ Χρόνε ἀδικητή;...»
Ὦ λίμνη, ὦ βράχοι μου ἄφωνοι, ὦ
σεῖς,
σπηλιαῖς
καὶ
δάση,
ποὺ
βλέπετε τὸν
πόνο μου, μιὰ
χάρι σᾶς
ζητῶ·
ἐσεῖς,
ὁποῦ δὲ σκιάζεσθε κανεὶς νὰ σᾶς χαλάσῃ,
ποτὲ μὴ μᾶς
ξεχάσετε, στὸ
μνῆμ'
ἂν πάω κ' ἐγώ.
Κι' ὅταν
σὲ δέρνῃ ὁ σίφουνας, κι' ὅταν βαθειὰ κοιμᾶσαι,
ὦ λίμνη μου ἀφροστέφανη, νὰ μὴ μᾶς λησμονῇς.
Ἐσ' εἶδες
τὴν ἀγάπη
μας καὶ
μόνη ἐσὺ θυμᾶσαι
πῶς ἄναφταν τὰ στήθη μας, καὶ θὰ μᾶς συμπονῇς.
Θέλω τὰ
πεῦκα,
τὰ ἔλατα,
οἱ βράχοι, ἡ ρεματιά σου,
τ' ἀφροῦ σου τὸ
μουρμοῦρισμα,
τ' ἀντίλαλου
ἡ φωνή,
τὰ
δροσερά σου σύγνεφα, τ' ἀγέρι,
ἡ καταχνιά σου,
ἡ βρύσι, ὁ καλαμιῶνάς
σου, τὸ
χόρτο, τὸ
πουλί,
τ' ἄστρο
τ' ἀσημομέτωπο,
ἡ μυρωδιά, ποὺ χύνει
τὸ
γαλανὸ τὸ κῦμά
σου, ὦ
λίμνη μου γλυκειά,
ὅ,τι στὴν
πλάσι ἔχει
αἴσθησι, πνοή, νοημοσύνη,
ὅλα νὰ
λένε: «Ἀγάπησαν,
τὰ μαῦρα,
φλογερά!»