καλή
χρονιά!!!
Κάλαντα Πρωτοχρονιᾶς Κρήτης
Ταχειὰ-ταχειὰ ῾ν᾿ ἀρχιχρονιὰ κι ἀρχὴ τοῦ Γεναρίου,
αὔριο ξημερώνεται τ᾿ ἁγίου Βασιλείου.
αὔριο ξημερώνεται τ᾿ ἁγίου Βασιλείου.
Πρῶτα ποὺ βγῆκεν ὁ Χριστός,
-ἅγιος καὶ πνευματικός-
στὴ γῆ νὰ περπατήσει,
ἐβγῆκε καὶ χαιρέτησε ὅλους τοὺς ζευγολάτες.
-ἅγιος καὶ πνευματικός-
στὴ γῆ νὰ περπατήσει,
ἐβγῆκε καὶ χαιρέτησε ὅλους τοὺς ζευγολάτες.
Τὸν πρῶτο ποὺ χαιρέτησε ἦτον Ἅγιο Βασίλης
-Καλῶς τὰ κάνεις Βασιλειό, καλὸν ζευγάριν ἔχεις.
-Καλὸ τὸ λὲς ἀφέντη μου, καλὸ καὶ εὐλογημένο,
ποὺ τὸ ῾βλογᾶ ἡ χάρη σου μὲ τὸ δεξιό σου χέρι,
μὲ τὸ δεξιό, μὲ τὸ ζερβό, μὲ τὸ μαλαματένιο.
-Καλῶς τὰ κάνεις Βασιλειό, καλὸν ζευγάριν ἔχεις.
-Καλὸ τὸ λὲς ἀφέντη μου, καλὸ καὶ εὐλογημένο,
ποὺ τὸ ῾βλογᾶ ἡ χάρη σου μὲ τὸ δεξιό σου χέρι,
μὲ τὸ δεξιό, μὲ τὸ ζερβό, μὲ τὸ μαλαματένιο.
-Γιὰ πές μου Ἅη Βασίλη μου πόσα μουζούρια σπέρνεις;
-Σπέρνω σταράκι δώδεκα, κριθάρι δέκα πέντε
ταὴ καὶ ρόβι δεκαοχτὼ κι ἀπὸ νωρὶς στὸ στάβλο.
-Σπέρνω σταράκι δώδεκα, κριθάρι δέκα πέντε
ταὴ καὶ ρόβι δεκαοχτὼ κι ἀπὸ νωρὶς στὸ στάβλο.
Ἐθέρισα κι ἁλώνεψα κι ἔκαμα χίλια μόδια
και τὰ κορκοσκινίσματα χίλια καὶ πεντακόσια.
και τὰ κορκοσκινίσματα χίλια καὶ πεντακόσια.
Ματ᾿ ἄλλα δὲν ἐμέτρησα γιατί Χριστὸς ἐπέρνα.
Καὶ κειὰ ποὺ στάθην᾿ ὁ Χριστὸς χρυσὸν δεντρὶν ἐβγῆκεν,
καὶ κειὰ ποὺ μεταπάτησε χρυσὸ κυπαρισσάκι
ποὖχε στὴν μέση τὸν σταυρὸ καὶ στὴν κορφὴ τὴν βρύση.
Καὶ κειὰ ποὺ στάθην᾿ ὁ Χριστὸς χρυσὸν δεντρὶν ἐβγῆκεν,
καὶ κειὰ ποὺ μεταπάτησε χρυσὸ κυπαρισσάκι
ποὖχε στὴν μέση τὸν σταυρὸ καὶ στὴν κορφὴ τὴν βρύση.
Στὰ μεσοκλωναράκια του πέρδικα κακαρίζει.
-Κακάριζε κακάριζε πέρδικα κορωνάτη,
μὰ ἐπὰ τὸν ἔχουν τὸν ὑγιό, τὸ μοσχοκανακάρη...
-Κακάριζε κακάριζε πέρδικα κορωνάτη,
μὰ ἐπὰ τὸν ἔχουν τὸν ὑγιό, τὸ μοσχοκανακάρη...
Κάλαντα Πρωτοχρονιᾶς Τριπόδων (Βίβλου) Νάξου
(κατεγράφη ὑπὸ τοῦ ἱεροσπουδαστοῦ Νεκταρίου Ἐμμ.
Σκουλάτου)
Ἀρχιμηνιὰ κι ἀρχιχρονιά, ψηλή μου δεντρολιβανιά·
κι ἀρχὴ καλός μας χρόνος, ἐκκλησιὰ μὲ τ᾿ ἅγιος θρόνος.
κι ἀρχὴ καλός μας χρόνος, ἐκκλησιὰ μὲ τ᾿ ἅγιος θρόνος.
Ἀρχὴ ποὺ βγῆκεν ὁ Χριστός, ἅγιος καὶ πνευματικός,
στὴ γῆ νὰ περπατήσει, καὶ νὰ μᾶς καλοκαρδίσει.
στὴ γῆ νὰ περπατήσει, καὶ νὰ μᾶς καλοκαρδίσει.
Ἅγιος Βασίλης ἔρχεται, κι ὅλους μᾶς καλοδέχεται,
ἀπὸ τὴν Καισαρεία, σύ ῾σ᾿ ἀρχόντισσα κυρία.
ἀπὸ τὴν Καισαρεία, σύ ῾σ᾿ ἀρχόντισσα κυρία.
Βαστᾷ εἰκόνα καὶ χαρτί, ζαχαροκάντιο ζυμωτή,
χαρτὶ καὶ καλαμάρι, δὲς κι ἐμὲ τὸ παλικάρι.
χαρτὶ καὶ καλαμάρι, δὲς κι ἐμὲ τὸ παλικάρι.
Τὸ καλαμάρι ἔγραφε, τὴ μοίρα μου τὴν ἔγραφε,
καὶ τὸ χαρτὶ ὡμίλει, Ἅγιέ μου καλὲ Βασίλη.
καὶ τὸ χαρτὶ ὡμίλει, Ἅγιέ μου καλὲ Βασίλη.
Βασίλειε πόθεν ἔρχεσαι, καὶ δὲν μᾶς καταδέχεσαι,
καὶ πόθεν κατεβαίνεις, καὶ δὲν μᾶς ἐσυντυχαίνεις;
καὶ πόθεν κατεβαίνεις, καὶ δὲν μᾶς ἐσυντυχαίνεις;
Ἀπὸ τῆς μάνας μ᾿ ἔρχομαι, μὰ ἐγὼ σᾶς καταδέχομαι,
καὶ στὸ σχολειό μου πάω, δὲ μοῦ λέτε τί νὰ κάμω.
καὶ στὸ σχολειό μου πάω, δὲ μοῦ λέτε τί νὰ κάμω.
Κάτσε νὰ φᾶς, κάτσε νὰ πιεῖς, κάτσε τὸν πόνο σου νὰ
πεῖς,
κάτσε νὰ τραγουδήσεις, καὶ νὰ μᾶς καλοκαρδίσεις.
κάτσε νὰ τραγουδήσεις, καὶ νὰ μᾶς καλοκαρδίσεις.
Μὰ ἐγὼ γράμματα μάθαινα, τραγούδια δὲν ἐμάθαινα,
τραγούδια δὲν ἠξεύρω, νά ᾿ρθω τζόγια μου νὰ σ᾿ εὕρω.
τραγούδια δὲν ἠξεύρω, νά ᾿ρθω τζόγια μου νὰ σ᾿ εὕρω.
Κι ἂν δὲν ἠξεύρεις γράμματα, ἑλληνικὰ σπουδάγματα,
πές μας τὴν ἀλφαβήτα, πῶς ἐπέρναγες τὴ νύχτα.
πές μας τὴν ἀλφαβήτα, πῶς ἐπέρναγες τὴ νύχτα.
Χλωρὸ ραβδί, ξερὸ ραβδί, ἄσπρο σταφύλι ροζακί,
χλωρὰ βλαστάρια πέφταν, ροδοκόκκινη βιολέτα.
χλωρὰ βλαστάρια πέφταν, ροδοκόκκινη βιολέτα.
Κι ἀπάνω στὰ βλαστάρια της καὶ στὰ περικλωνάρια της,
πέρδικες καλαηδοῦσαν, τζόγια μου καὶ σὲ ξυπνοῦσαν.
πέρδικες καλαηδοῦσαν, τζόγια μου καὶ σὲ ξυπνοῦσαν.
Δὲν ἦταν μόνο πέρδικες, γαρυφαλλιὲς λεβέντικες,
μόν᾿ καὶ περιστεράκια, μαῦρα μου γλυκὰ ματάκια.
μόν᾿ καὶ περιστεράκια, μαῦρα μου γλυκὰ ματάκια.
Κατέβηκεν ἡ πέρδικα, ποὺ περπατεῖ λεβέντικα,
γιὰ νὰ βρέξει τὸ φτερό της, διατί τόση σκληρότης;
γιὰ νὰ βρέξει τὸ φτερό της, διατί τόση σκληρότης;
Καὶ βρέχει τὸν ἀφέντη μας, τὸν μπέη, τὸν λεβέντη μας,
τὸν πολυχρονεμένο, καὶ στὸν κόσμο ξακουσμένο.
τὸν πολυχρονεμένο, καὶ στὸν κόσμο ξακουσμένο.
Πολλὰ εἴπαμε τ᾿ἀφέντη μας, ἂς ποῦμε τῆς κυρᾶς μας:
Κυρὰ μαρμαροτράχηλη, καὶ βλασταρολαιμοῦσα,
ὅταν σὲ γέννα ἡ μάνα σου, ὅλα τὰ δέντρα ἀνθοῦσαν·
καὶ τὰ πουλιὰ τοῦ ποταμοῦ, κι ἐκεῖνα κελαηδοῦσαν.
Κυρὰ μαρμαροτράχηλη, καὶ βλασταρολαιμοῦσα,
ὅταν σὲ γέννα ἡ μάνα σου, ὅλα τὰ δέντρα ἀνθοῦσαν·
καὶ τὰ πουλιὰ τοῦ ποταμοῦ, κι ἐκεῖνα κελαηδοῦσαν.
Πολλὰ εἴπαμε καὶ τῆς κυρᾶς, ἂς ποῦμε καὶ τῆς κόρης:
Ἂν ἔχεις κόρη ἔμορφη, γραμματικὸς τὴν θέλει.
Ἂν εἶναι καὶ γραμματικός, πολλὰ προικιὰ γυρεύει.
Γυρεύει ἀμπέλια ἀτρύγητα, κι ἀμπέλια τρυγημένα·
γυρεύει καὶ τὴ θάλασσα μὲ ὅλα τὰ καράβια·
γυρεύει καὶ τὸν κὺρ-Βοριᾶ, νὰ τὰ καλαρμενίζει.
Ἂν ἔχεις κόρη ἔμορφη, γραμματικὸς τὴν θέλει.
Ἂν εἶναι καὶ γραμματικός, πολλὰ προικιὰ γυρεύει.
Γυρεύει ἀμπέλια ἀτρύγητα, κι ἀμπέλια τρυγημένα·
γυρεύει καὶ τὴ θάλασσα μὲ ὅλα τὰ καράβια·
γυρεύει καὶ τὸν κὺρ-Βοριᾶ, νὰ τὰ καλαρμενίζει.
Πολλὰ εἴπαμε τῆς κόρης μας, ἂς ποῦμε καὶ τοῦ γιοῦ μας:
Ἂν ἔχεις γιὸ στὰ γράμματα, καὶ πιάσει τὸ ψαλτήρι,
νὰ τὸν ἀξιώσει ὁ Θεός, νὰ βάλει πετραχήλι.
Ἂν ἔχεις γιὸ στὰ γράμματα, καὶ πιάσει τὸ ψαλτήρι,
νὰ τὸν ἀξιώσει ὁ Θεός, νὰ βάλει πετραχήλι.
Πολλὰ εἴπαμε καὶ τοῦ υἱοῦ, ἂς ποῦμε καὶ τῆς δούλας:
Ἂν ἔχεις δούλα ἔμορφη, καὶ βγεῖ νὰ μᾶς κεράσει,
νὰ τῆς εὐχηθοῦμε ὅλοι μας,
νὰ ζήσει, νὰ γεράσει, καὶ ψωμὶ νὰ μὴ χορτάσει!
Ἂν ἔχεις δούλα ἔμορφη, καὶ βγεῖ νὰ μᾶς κεράσει,
νὰ τῆς εὐχηθοῦμε ὅλοι μας,
νὰ ζήσει, νὰ γεράσει, καὶ ψωμὶ νὰ μὴ χορτάσει!