- Ἂν ἐξεράθη τὸ κλαρί, πάντα χλωρὴ εἶν᾿ ἡ ρίζα
καὶ μένει πάντα ζωντανὸ ἢ ρόδι φάγ᾿ ἡ βρίζα
αὐτὸ τὸ βόιδι τὸ μανό, π᾿ ὅσο βαθειὰ ρουχνίζει
τόσο εὔκολα μυγιάζεται κι ἀνεμοστροβιλίζει
καὶ ποὺ τὸ κράζουνε Λαό. Θὰ σπάσῃ τὸ καρίκι
καὶ θὰ προβάλῃ μὲ φτερὰ μία μέρα τὸ σκουλήκι.
Τότε, πουλὶ τὸ σερπετό, ποιὸς ξέρει ποὺ θὰ φτάσῃ!...
- Δεῖξε μου αὐτὸ τὸ λείψανο, ποὺ θὰ βρυκολακιάσῃ.
- Ἐγώ... ὁ φτωχός, ὁ Φωτεινός, ὁ γέρος, ὁ ξεσκλιάρης,
ποὺ ρίχνω ἐδῶ τὸ σπόρο μου γιὰ νὰ μοῦ τόνε πάρῃς,
ἐγώ, ποὺ μὲ τὸν ἵδρωτα τὰ χώματα ζυμώνω
γιὰ νὰ τρώγῃ ἄλλος τὸ ψωμί, ποὺ τρέχω καὶ κεντρώνω
τὴν ἀγριλίδα τοῦ βουνοῦ καὶ ποὺ δὲν ἔχω λάδι
ν᾿ ἀνάφτω τὸ καντῆλι μου καὶ ζῶ μέσα στὸν ᾅδη·
ἐγώ, ποὺ μὲ τὰ νύχια μου ἀναποδογυρίζω
τὸ λόγγο καὶ τὰ ριζιμιά, γιὰ νὰ σᾶς τὰ στολίσω
μὲ κλήματα, ποὺ δὲν τρυγῶ καὶ ποὺ ποτὲ δὲν ἔχω
λίγο κρασὶ κεφαλιακό, τὴ γλῶσσα μου νὰ βρέχω·
ἐγ᾿ ὁ φτωχὸς ὁ μυλωνᾶς, ποὺ ζῶ σ᾿ αἰώνια ζάλη
καὶ παίρνω κέρδος, πληρωμή, προσφάγι τὴν πασπάλη,
ποὺ δὲν ὁρίζω τὸ παιδί, ποὺ πάντα ζῶ μὲ τρόμο
καὶ ποὺ δὲν βρίσκω ἐδῶ στὴ γῆ γιὰ νὰ μὲ κρίνῃ νόμο·
αὐτός, αὐτὸς εἶν᾿ ὁ Λαός. Τ᾿ ἄψυχο τὸ κουφάρι
αὐτό ῾ναι τὸ καματερό, τὸ ψόφιο τὸ κριάρι...
Μὴ ρίξῃς ἄλλο φόρτωμα στὴν ἔρμη του τὴν πλάτη...
- Συμμάζωξε τὴ γλῶσσα σου τὴ φιδινή, χωριάτη,
μὴ μοῦ ξανάφτης τὴ χολή. Γονάτισε ἐμπροστά μου
καὶ ζήτησε συγχώρεση γιὰ τὰ λαγωνικά μου...
Δὲ θές, ἀντάρτη, δὲν ἀκοῦς;...
- Kαλύτερα τὸ βρόχο
παρὰ τὰ γόνατα στὴ γῆ... Ἄρα-κατάρα τὤχω...
Θά ῾φηναν λάκκωμα βαθὺ καὶ θά ῾ταν μέγα κρῖμα,
τιμὴ νὰ θάψω κι ὄνομα μέσα σ᾿ αὐτὸ τὸ μνῆμα.