Κωστής Παλαμάς, Μήνες
ΜΑΪΟΣ
Ο
Απρίλης ξανθός, αρχοντιά φημισμένη,
ζαχαρένια
θωριά, ο Απρίλης πεθαίνει·
και
ο Μάης
απάνου του γέρνει,
χαροκόπος
λεβέντης, μα δίχως μυαλά,
και
του φρόνιμου Απρίλη τα μάτια σφαλά,
και
τα πλούτη του παίρνει.
Ο
Απρίλης σωρούς θησαυρούς και καλούδια,
τί
πουλιά, τί νερά, τί δροσιές, τί λουλούδια
στα
παλάτια τα πράσιν’ αφήνει!
Κι
απ’ την ίδια στιγμή και απ’ την πρώτη βραδιά
νά
ο Μάης·
αλύπητα δίχως καρδιά
τα
ξοδεύει, τα χύνει.
Με
τ’ αηδόνια καλεί τη χαρά και τη χάρη·
όπου
νιότη, παιδί, λυγερή, παλικάρι,
όπου
φτώχεια, όπου πλούτος γελάει,
του
γλυκού μηνυτή καταφτάν’ η λαλιά·
η
ζωή με ολάνοιχτη τρέχει αγκαλιά
στο
τραπέζι του Μάη.
Της
αυγούλας το φως πολυέλαιον έχουν,
τραγουδούν
κι αγαπούν και θερίζουν και τρέχουν.
Στ’
αποφάγια, σαν πρόβαλ’ η μέρα,
φεύγ’
η νιότη χορτάτη και φεύγ’ η ζωή,
στις
αγάπες η χάρ’, η χαρά στη βοή,
το
παιδί στη μητέρα!
«—Το
στεφάνι που βλέπεις, αυτό το στεφάνι
απ’
τα πλούτη του Μάη
εγώ το ’χω κάνει,
μητερούλα
με λούλουδα χίλια.
Ταπεινά
κι ακριβά, είναι μία χαρά.
Πώς
ταιριάζουνε, κοίτα, ζαμπάκια χλωρά
με
φτωχά χαμομήλια.
Όλα
τ’ άνθη, μητέρα, δεν είν’ αδερφάκια;
Σε
γαστρούλες και κήπους, αγρούς και ρυάκια,
μια
δροσιά, και μικρά και μεγάλα;
Να
πονώ τα φτωχά δε μου είπες εσύ;
Όλα
τα ’θελα· τ’ άλλ’ απ’ αγάπη χρυσή,
από
έλεος τ’ άλλα.
Ποιό
παιδί σαν εμέ τέτοια έχει μανούλα;
Τίνος
άλλου ανθοί έχουν τέτοια δροσούλα;
Τέτοια
χάρη και μύρο και χρώμα;
Στου
σπιτιού μας την πόρτα θ’ ανθεί κρεμαστό
ώς
την άλλη χρονιά που θ’ αλλάξω κι αυτό
με
καλύτερ’ ακόμα».
«—Ω
παιδί μ’, ο Θεός ένα άλλο στεφάνι
στη
μεγάλη μικρή σου καρδιά έχει βάνει
από
άλλου Μαγιού
ωραιότητα.
Μοσχομύριστο
πάντα κι ολόλευκ’ ανθεί,
μα
σαν γείρει ξερό δε μπορεί ν’ αλλαχθεί.
Και
το λεν αθωότητα».
Μάιος
1882*