Σάββατο 30 Απριλίου 2016
Μεγάλο Σάββατο
"οὐκ ἔστιν ὧδε, ἀλλ᾿ ἠγέρθη"
Women at the grave,
Sergiev Posad
|
1 τῇ δὲ μιᾷ τῶν σαββάτων ὄρθρου βαθέος ἦλθον ἐπὶ τὸ μνῆμα φέρουσαι ἃ ἡτοίμασαν ἀρώματα, καί τινες σὺν αὐταῖς.
2 εὗρον δὲ τὸν λίθον ἀποκεκυλισμένον ἀπὸ τοῦ μνημείου,
Annibale Carracci,
Holy Women at Christ' s Tomb
|
3 καὶ εἰσελθοῦσαι οὐχ εὗρον τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ.
4 καὶ ἐγένετο ἐν τῷ διαπορεῖσθαι αὐτὰς περὶ τούτου καὶ ἰδοὺ ἄνδρες δύο ἐπέστησαν αὐταῖς ἐν ἐσθήσεσιν ἀστραπτούσαις.
5 ἐμφόβων δὲ γενομένων αὐτῶν καὶ κλινουσῶν τὸ πρόσωπον εἰς τὴν γῆν εἶπον πρὸς αὐτάς· τί ζητεῖτε τὸν ζῶντα μετὰ τῶν νεκρῶν;
Daniel Sarrabat
Holy Women at the Tumb of Christ
|
6 οὐκ ἔστιν ὧδε, ἀλλ᾿ ἠγέρθη· μνήσθητε ὡς ἐλάλησεν ὑμῖν ἔτι ὢν ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ,
7 λέγων ὅτι δεῖ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου παραδοθῆναι εἰς χεῖρας ἀνθρώπων ἁμαρτωλῶν καὶ σταυρωθῆναι, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστῆναι.
Pehr Hörberg
|
8 καὶ ἐμνήσθησαν τῶν ρημάτων αὐτοῦ,
9 καὶ ὑποστρέψασαι ἀπὸ τοῦ μνημείου ἀπήγγειλαν ταῦτα πάντα τοῖς ἕνδεκα καὶ πᾶσι τοῖς λοιποῖς.
Christ Appearing
to Mary Magdalene, Charles de La Fosse
|
10 ἦσαν δὲ ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία καὶ ᾿Ιωάννα καὶ Μαρία ᾿Ιακώβου καὶ οἱ λοιπαὶ σὺν αὐταῖς, αἳ ἔλεγον πρὸς τοὺς ἀποστόλους ταῦτα.
11 καὶ ἐφάνησαν ἐνώπιον αὐτῶν ὡσεὶ λῆρος τὰ ρήματα αὐτῶν, καὶ ἠπίστουν αὐταῖς.
12 ὁ δὲ Πέτρος ἀναστὰς ἔδραμεν ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ παρακύψας βλέπει τὰ ὀθόνια κείμενα μόνα, καὶ ἀπῆλθε πρὸς ἑαυτὸν θαυμάζων τὸ γεγονός.
Κατά
Λουκᾶν,
κεφ. 24, 1 – 12
Παρασκευή 29 Απριλίου 2016
Μεγάλη Παρασκευή
Αποκαθήλωση on PhotoPeach
Η ζωή εν τάφω
κατετέθης, Χριστέ,
και αγγέλων στρατιαί εξεπλήττοντο,
συγκατάβασιν δοξάζουσαι την σήν.
κατετέθης, Χριστέ,
και αγγέλων στρατιαί εξεπλήττοντο,
συγκατάβασιν δοξάζουσαι την σήν.
Η ζωή πως θνήσκεις;
πώς και τάφω οικείς;
του θανάτου το βασίλειον λύεις δε
και του Άδου τους νεκρούς εξανιστάς.
πώς και τάφω οικείς;
του θανάτου το βασίλειον λύεις δε
και του Άδου τους νεκρούς εξανιστάς.
Μεγαλύνομέν σε,
Ιησού Βασιλεύ,
και τιμώμεν την ταφήν και τα πάθη σου,
δι’ ων έσωσας ημάς εκ της φθοράς.
Ιησού Βασιλεύ,
και τιμώμεν την ταφήν και τα πάθη σου,
δι’ ων έσωσας ημάς εκ της φθοράς.
Ευγένιος Ντελακρουά, Πιετά, 1850 |
Σήμερον μαύρος ουρανός, σήμερον μαύρη μέρα
σήμερον όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται,
σήμερον έβαλαν βουλή οι άνομοι Εβραίοι,
οι άνομοι και τα σκυλιά και οι τρισκαταραμένοι,
για να σταυρώσουν τον Χριστό, τον πάντων βασιλέα.
Ο Κύριος ηθέλησε να μπει σε περιβόλι
να λάβει δείπνο μυστικό, να μην το λάβουν όλοι.
σήμερον όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται,
σήμερον έβαλαν βουλή οι άνομοι Εβραίοι,
οι άνομοι και τα σκυλιά και οι τρισκαταραμένοι,
για να σταυρώσουν τον Χριστό, τον πάντων βασιλέα.
Ο Κύριος ηθέλησε να μπει σε περιβόλι
να λάβει δείπνο μυστικό, να μην το λάβουν όλοι.
Η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν μοναχή της,
τας προσευχάς της έκανε για το Μονογενή της.
Φωνή εξήλθ’ εξ ουρανού υπ’ αρχαγγέλου στόμα
σώνουν Κυρά μου οι προσευχές, σώνουν και οι μετάνοιες
και τον Υιό Σου πιάσανε και στον φονιά τον πάνε.
Σαν κλέφτη τον επιάσανε και σαν φονιά τον πάνε
και στου Πιλάτου τις αυλές εκεί τον τυραννάνε.
τας προσευχάς της έκανε για το Μονογενή της.
Φωνή εξήλθ’ εξ ουρανού υπ’ αρχαγγέλου στόμα
σώνουν Κυρά μου οι προσευχές, σώνουν και οι μετάνοιες
και τον Υιό Σου πιάσανε και στον φονιά τον πάνε.
Σαν κλέφτη τον επιάσανε και σαν φονιά τον πάνε
και στου Πιλάτου τις αυλές εκεί τον τυραννάνε.
-Χαλκιά, χαλκιά, φτιάσε καρφιά, φτιάσε τρία περόνια.
Και κείνος ο παράνομος βαρεί και φτιάνει πέντε.
Συ, φαραέ, που τα ’φτιασες, πρέπει να μας διδάξεις.
-Βάλτε τα δυό στα πόδια του, τ’ άλλα τα δυό στα χέρια,
το πέμπτο το φαρμακερό βάλτε το στην καρδιά Του
να τρέξει αίμα και νερό να λιγωθεί η καρδιά του.
Η Παναγιά πλησίασε και τα δεξιά κοιτάξει, κανένα δε γνωρίζει.
Και κείνος ο παράνομος βαρεί και φτιάνει πέντε.
Συ, φαραέ, που τα ’φτιασες, πρέπει να μας διδάξεις.
-Βάλτε τα δυό στα πόδια του, τ’ άλλα τα δυό στα χέρια,
το πέμπτο το φαρμακερό βάλτε το στην καρδιά Του
να τρέξει αίμα και νερό να λιγωθεί η καρδιά του.
Η Παναγιά πλησίασε και τα δεξιά κοιτάξει, κανένα δε γνωρίζει.
Κοιτά και δεξιότερα, βλέπει τον Αη Γιάννη:
-Αη Γιάννη, Αη Γιάννη Πρόδρομε και Βαπτιστά του Υιού μου,
μην είδες τον Υιόκα μου τον διδάσκαλό σου;
-Δεν έχω στόμα να σου πω, γλώσσα να σου μιλήσω
Δεν έχω χέρι, πάλαμο για να σου Τον εδείξω.
Βλέπεις εκείνον τον γυμνό τον παραπονεμένο
όπου φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο;
Εκείνος είναι ο Γιόκα Σου και ο Διδάσκαλός Σου.
-Αη Γιάννη, Αη Γιάννη Πρόδρομε και Βαπτιστά του Υιού μου,
μην είδες τον Υιόκα μου τον διδάσκαλό σου;
-Δεν έχω στόμα να σου πω, γλώσσα να σου μιλήσω
Δεν έχω χέρι, πάλαμο για να σου Τον εδείξω.
Βλέπεις εκείνον τον γυμνό τον παραπονεμένο
όπου φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο;
Εκείνος είναι ο Γιόκα Σου και ο Διδάσκαλός Σου.
Η Παναγιά του μίλησε, η Παναγιά του λέει:
-Δε μου μιλείς παιδάκι μου, δε μου μιλείς παιδί μου;
-Τι να σου πω Μανούλα μου που διαφορά δεν έχεις;
Μόνο το Μέγα Σάββατο κοντά το μεσημέρι
που θα λαλήσει ο πετεινός, σημαίνουν οι καμπάνες.
-Δε μου μιλείς παιδάκι μου, δε μου μιλείς παιδί μου;
-Τι να σου πω Μανούλα μου που διαφορά δεν έχεις;
Μόνο το Μέγα Σάββατο κοντά το μεσημέρι
που θα λαλήσει ο πετεινός, σημαίνουν οι καμπάνες.
Πέμπτη 28 Απριλίου 2016
Μεγάλη Πέμπτη
"Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου..."
ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος
και το Θείο Δράμα
Τὸ Τραγούδι τοῦ Σταυροῦ, Κωστής Παλαμάς
Κ᾿ ἔγυρ᾿ Ἐκεῖνος τὸ ἄχραντο κεφάλι καὶ ξεψύχησε
στὸ μαῦρο τὸ κορμί μου ἀπάνου·
ἄστρα γινήκαν τὰ καρφιὰ τοῦ μαρτυρίου του, ἄστραψα
Κι ἀπὸ τὰ χιόνια πιὸ λευκὸς τὰ αἰώνια τοῦ Λιβάνου.
Οἱ καταφρονεμένοι μ᾿ ἀγκαλιάσανε
και σὰ βουνὰ καὶ σὰ Θαβὼρ ὑψώθηκαν ἐμπρός μου·
οἱ δυνατοὶ τοῦ κόσμου μὲ κατάτρεξαν
γονάτισα στὸν ἤσκιό μου τοὺς δυνατοὺς τοῦ κόσμου.
Τὸν κόσμο ἂν ἐμαρμάρωσα, τὸν κόσμο τὸν ἀνάστησα,
στὰ πόδια μου ἄγγελοι οἱ Καιροί, γύρω μου σκλάβες οἱ Ὧρες.
Δείχνω μία μυστικὴ Χαναὰν στὰ γαλανὰ ὑπερκόσμια·
μὰ ἐδῶ πατρίδες πάναγνες εἴσαστ᾿ ἐσεῖς, τρεῖς Χῶρες!
Ὢ πρώτη ἐσύ, Ἱερουσαλήμ! τοῦ βασιλιᾶ προφήτη σου
μικρὴ εἶν᾿ ἡ ἅρπα γιὰ νὰ εἰπῇ τὴ νέα μεγαλωσύνη.
Τοῦ Σολομῶντα σου ὁ ναὸς μ᾿ ἀντίκρυσε, καὶ ράγισε·
καινούργια δόξα ντύθηκαν τῆς Ἰουδαίας οἱ κρίνοι.
Κ᾿ ὕστερα ὑψώθηκα σ᾿ ἐσένα, ὦ Πόλη, ἑφτάλοφο ὅραμα,
κ᾿ ἔγινα φῶς τῶν οὐρανῶν, τὸ θᾶμα τοῦ Ἰορδάνη,
τοὺς Κωνσταντίνους φώτισα καὶ τοὺς Ἡράκλειους δόξασα,
και τρικυμίες δὲν ἔσβησαν ἐμέ, μηδὲ Σουλτάνοι.
Καὶ ὕστερα, ταξιδευτής, ἦρθα σ᾿ ἐσένα, ἀσύγκριτη,
Ἀθήνα, τῶν ὡραίων πηγή, τῶν ἐθνικῶν κορῶνα,
τὸν ἄγνωστο ἔφερα Θεό, καί, ἀπόκοτος, ἀψήφησα
τὴν πολεμόχαρη Παλλάδα μέσ᾿ τὸν Παρθενώνα.
Καὶ γνώρισα τοὺς ἱλαροὺς θεοὺς καὶ στεφανώθηκα
τὴν ἀγριλιὰ τῆς Ἀττικῆς, τὴ δάφνη ἀπ᾿ τὴν Ἑλλάδα,
καὶ ὢ λόγος πρωταγροίκητος! τοῦ Γολγοθᾶ τὸ σύγνεφο
πῆρε τὴν ἄσπρη ὁμηρικὴ τοῦ Ὀλύμπου λαμπεράδα.
Τὰ εἴδωλα τ᾿ ἀφρόντιστα καὶ τὰ πασίχαρα ἔφυγαν,
ἀλλ᾿ οὔτε πιὰ μεθάει τὴ γῆ τὸ ἀσκητικὸ μεθύσι,
ἂς λάμπῃ ἡ μυστικὴ χαρὰ στὰ γαλανὰ ὑπερκόσμια·
εἶν᾿ ἐδῶ κάπου μιὰ ζωή, καὶ εἶν᾿ ἄξια γιὰ νὰ ζήσῃ.
Μὲ τὰ κλαδιὰ τῆς φοινικιᾶς νέα ὡσαννὰ λαχτάρισα
σ᾿ ἐσένα, ὦ Γῆ Πανάγια καὶ ὦ πρώτη μου πατρίδα.
Σ᾿ ἐσὲ γυρνῶ, Ἱερουσαλήμ, κ᾿ ἕνα τραγούδι φέρνω σου
Εἶναι πλασμένο ἀπὸ ψυχὴ καὶ ἀπὸ φωνὴ Ἑλληνίδα!
(1913)
Απόστολος Γεραλής -Τα
αυγά της Λαμπρής
|
Γεώργιος Ιακωβίδης, το
άναμμα του κεριού
|
Τιτσιάνο,
Ο Χριστός στο σταυρό και ο καλός κλέφτης
|
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)