Γιάννης
Ρίτσος, ΟΚΤΩΒΡΗΣ 1940
Ανοίγουν τα παράθυρα
κι όσοι μένουν χαιρετούν αυτούς που
φεύγουν
και φεύγουν όλοι.
Γέμισαν οι πόλεις τύμπανα και σημαίες.
Ορθή η αυγή σημαιοστολίζει τα όνειρά μας
κι η Ελλάδα λάμπει μες στα φώτα των
ονείρων μας .
Ο ήλιος πλυμένος
με το καθάριο πρόσωπο στραμμένο στον
άνθρωπο,
χαιρετάει τους δρόμους που τραβούν στη
μάχη.
Αυτοκίνητα περνούν γεμάτα πλήθος.
Αποχαιρετιούνται στις πόρτες και γελάνε
ύστερα ακούγονται τ’ άρβυλα στην
άσφαλτο,
το μεγάλο τραγούδι των αντρίκιων
βημάτων
που μακραίνει και σβήνει στο βάθος του
δρόμου,
ως το βραδινό σταθμό με τα χαμηλωμένα
φώτα.
Εκεί τα τρένα περιμένουνε
σφυρίζουν για λίγο έξω από την πόλη,
ακούγονται οι αποχαιρετιστήριοι πυροβολισμοί
κι ύστερα όλα σωπαίνουν και περιμένουν.
Διαβάζουμε τα τελευταία παραρτήματα:
Νικούμε. Νικούμε.
Πάντα νικάει το δίκιο!
Μια μέρα θα νικήσει ο άνθρωπος.
Μια μέρα η λευτεριά θα νικήσει τον
πόλεμο.
Μια μέρα θα νικήσουμε για πάντα.